πρόκα
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
English (LSJ)
Ion. Adv. forthwith, straightway, Hp. ap. Gal.19.132, A.R. 1.688; in Hdt. πρόκα τε or πρόκατε, 1.111, 6.134, 8.65, 135; so also in Call. in PSI19.1092.52.
German (Pape)
[Seite 726] ion. adv., sofort, sogleich, plötzlich, Her. 1, 111. 6, 134. 8, 65. 135; Ap. Rh.; scheint unmittelbar von πρό abgeleitet, wie das niederdeutsche forts, Lob. Phryn. p. 51.
French (Bailly abrégé)
ou πρόκατε;
adv.
tout à coup, subitement.
Étymologie: DELG πρό, -κα ; cf. lat. reci-procus.
Russian (Dvoretsky)
πρόκᾰ: adv.
1 тотчас (же): καὶ π. τε (или πρόκατε) πυνθάνομαι Her. я тотчас же узнал;
2 вдруг, внезапно (καὶ π. τε φρίκης αὐτὸν ὑπελθούσης Her.).
Greek (Liddell-Scott)
πρόκᾰ: Ἰωνικ. ἐπίρρ. εὐθύς, παραχρῆμα, ἐξαίφνης, πρόκα τελλομένου ἔτεος στάχυν ἀμήσονται Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 688· παρ’ Ἡροδ. πρόκα τε ἢ πρόκατε 1. 111., 6. 134., 8. 65. 135. (Πιθαν. ἐκτεταμένος τύπος τῆς προθ. πρό, αὐτίκα, ἡνίκα, καὶ ἰδὲ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 51).
Greek Monolingual
(I)
και πρόκατε Α
(ιων. επίρρ.) ευθύς, αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. παράγεται από την πρόθεση πρό με επίθημα -κα, που δεν συνδέεται όμως με το χρονικό μόριο τών αὐτίκα, τηνίκα, τόκα, αλλά με το επίθημα του σλαβ. prokŭ «υπολειπόμενος» και του λατ. συνθ. reci-procus «αυτός που βαδίζει πίσω». Ο τ. πρόκατε < πρόκα + τε (πρβλ. αὖτε, ἔπειτε)].
(II)
και πρόκκα, η, Ν
μικρό ξύλινο ή μεταλλικό καρφί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. broca].
Greek Monotonic
πρόκᾰ: (πρό), Ιων. επίρρ., ευθύς, αμέσως, ξαφνικά, σε Ηρόδ.· πρόκατε ή πρόκατε.
Frisk Etymological English
Grammatical information: Adv.
Meaning: instantly, suddenly (Hp., A. R.).
Other forms: -τε (Hdt., Call.).
Origin: IE [Indo-European] [815] *pro-k- in front
Etymology: Formation as the also temporal αὑτί-κα, τηνί-κα, τό-κα; clearly from πρό (be)fore, forward. The suffix can be inherited with correspondence in OCS prokъ remaining, Lat. reci-procus returning on the same road (prop. *backwards and forward directed), proc-erēs chiefs, nobles, procul far away. The finak -α is ambiguous: like ἅμα, τάχα etc. or acc. pl. ? Lit. in Schwyzer 496: 16,2 and in W.-Hofmann s.vv., Vasmer s. prók, also in WP. 2, 37 (Pok. 815). -- The added -τε as in ἐπεί-τε, αὖ-τε a.o.
Middle Liddell
[πρό]
forthwith, straightway, suddenly, in Hdt., πρόκα τε or πρόκατε.
Frisk Etymology German
πρόκα: (Hp., A. R.),
{próka}
Forms: -τε (Hdt., Kall.)
Grammar: Adv.
Meaning: sofort, plötzlich.
Etymology: Bildung wie die ebenfalls temporalen αὐτίκα, τηνίκα, τόκα; offenbar von πρό ‘vor(an), vorwärts'. Das Suffix kann indessen altererbt sein mit Gegenstück in aksl. prokъ übrig, lat. reci-procus auf demselben Weg zurückkehrend (eig. *rückwärts und vorwärts gerichtet), proc-erēs die Hervorragendsten, procul ‘in die (der) Ferne’. Das auslaut. -α ist mehrdeutig: wie ἅμα, τάχα usw. oder Akk. pl. ? Lit. bei Schwyzer 496: 16,2 und bei W.-Hofmann s.vv., Vasmer s. prók, auch bei WP. 2, 37 (Pok. 815). — Das angehängte -τε wie in ἐπείτε, αὖτε u.a.
Page 2,599