σκληφρός

From LSJ
Revision as of 08:48, 12 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'")

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληφρός Medium diacritics: σκληφρός Low diacritics: σκληφρός Capitals: ΣΚΛΗΦΡΟΣ
Transliteration A: sklēphrós Transliteration B: sklēphros Transliteration C: sklifros Beta Code: sklhfro/s

English (LSJ)

ά, όν, (prob. from σκέλλω) slender, slight, thin, Pl.Euthd. 271b, and prob. l. in Arist.Somn.Vig.457a29, Pr.954a7; of a woman, Theopomp.Com.58.

German (Pape)

[Seite 901] att. statt σκληρός, eigtl. zsgzn statt σκελιφρός, schmächtig, Gegensatz von προφερής, Plat. Euthyd. 271 b, also jünger aussehend, als man ist; vgl. Ruhnk. zu Tim. lex. p. 233.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
mince et alerte ; qui paraît plus jeune qu'il n'est.
Étymologie: att. c. σκελιφρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκληφρός -ά -όν [σκέλλομαι] mager, slank, klein.

Russian (Dvoretsky)

σκληφρός: худощавый, жидковатый или недоразвитый Plat., Arst.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
ισχνός, λεπτοφυής, κοκαλιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα σκελη- του σκέλλομαι «είμαι κατάξερος, ισχνός» με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. σκληρός) και έχει σχηματιστεί πιθ. κατά το ελαφρός (βλ. και λ. σκέλλω)].

Greek Monotonic

σκληφρός: -ά, -όν (σκέλλω), ισχνός, λεπτός, λιγνός, αδύνατος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σκληφρός: -ά, -όν, (πιθαν. ἐκ τοῦ σκέλλω), ἰσχνός, λεπτός, λαγαρός, «κοκκαλιάρης», Πλάτ. Εὐθύδημ. 271B, καὶ πιθαν. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3, 17, Προβλ. 30. 1, 14· ἐπὶ γυναικός, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 4, Ἡσύχ.

Middle Liddell

σκληφρός, ή, όν σκέλλω
slender, slight, thin, Plat.