ἀσυλία

From LSJ
Revision as of 11:07, 6 January 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσῡλία Medium diacritics: ἀσυλία Low diacritics: ασυλία Capitals: ΑΣΥΛΙΑ
Transliteration A: asylía Transliteration B: asylia Transliteration C: asylia Beta Code: a)suli/a

English (LSJ)

ἡ,
A inviolability, i.e.,
1 safety to the person, of suppliants, ἀσυλία βροτῶν A.Supp.610; of competitors at games, Plu.Arat.28; in Inscrr., as a privilege bestowed on one who has deserved well of the state, εἶμεν δὲ αὐτῷ ἀτέλειαν καὶ ἀσυλίαν καὶ κατὰ γᾶν καὶ κατὰ θάλασσαν IG7.11 (Megara), cf. 2.551.80, 5(1).1226 (Lacon.), etc.
2 sanctity, inviolability of character, ἀσυλία ἱερέως D.H.11.25.
3 of a place of refuge, right of sanctuary, Plb.4.74.2; ἀσυλίαν παρέχειν Plu. 2.828d; freq. in Inscrr., ἀσυλία πόλεως καὶ χώρας IG12(5).1341 (Paros), etc.
4 exemption from contributions, Ph.2.250.

Spanish (DGE)

(ἀσῡλία) -ας, ἡ
1 inviolabilidad sagrada, seguridad de los suplicantes ξύν τ' ἀσυλίᾳ βροτῶν con protección religiosa ante los hombres A.Supp.610, καὶ [πρ] οδικίαν καὶ ἀσυ[λί] αν ɛ̄μεν Σκιαθί[ο] ις CID 1.13.31 (IV a.C.), ὁ πρεσβευτὴς ... ἔχων ... ἀσυλίαν καὶ σεβασμὸν ἱερέως poseyendo el legado la inviolabilidad y el carácter venerando del sacerdote D.H.11.25, cf. Ph.2.250, de competidores en los juegos atléticos, Plu.Arat.28, de los templos, LXX 2Ma.3.12
privilegio de inmunidad al pillaje εἶμεν δὲ αὐτῷ ἀτέλειαν καὶ ἀσυλίαν καὶ κατὰ γᾶν καὶ κατὰ θάλασσαν IG 7.11.12 (Mégara), cf. 22.1132.80 (III a.C.), 5(1).1226.14 (Laconia II/I a.C.)
de un tipo de inmunidad legal o fiscal, POxy.1264.11 (III d.C.).
2 derecho de asilo de ciertos lugares ἀνακτήσασθαι ... τὴν παλαιὰν καὶ πάτριον ἀσυλίαν Plb.4.74.2, en concr. de templos τὴν ἀσυλίαν ... τὴν τοῦ ἱεροῦ τοῦ Ποσειδῶνος IG 12(5).802.4 (Tenos III a.C.), cf. PTeb.699.16 (II a.C.), IFayoum 114.36 (I a.C.), IP 8(3).1.2 (I a.C.), Plu.2.828d, Posidon.273.24
gener., D.C.47.19.3, Babr.132.8.

German (Pape)

[Seite 379] ἡ, Unverletzlichkeit eines Ortes u. des daselbst Hülfe Suchenden, Aesch. Suppl. 605 Pol. 4, 74 Plut. Rom. 9.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
inviolabilité, ou asylie, espèce d'habeas corpus, ou interdiction de saisie de corps ; ou garantie de ne pas être maltraité par quiconque, tout acte violent à l'encontre de la personne étant considéré comme sacrilège ; s'applique aussi à un sanctuaire, à un territoire, pour le mettre à l'abri des actes de guerre.
Étymologie: ἄσυλος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσῡλία:
1 неприкосновенность Aesch.;
2 право убежища, тж. убежище Plat., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσῡλία: ἡ, τὸ ἀπαραβίαστον δηλ., 1) ἀσφάλεια προσωπική, ἐπὶ ἱκετῶν, ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους ξὺν τ’ ἀσυλίᾳ βροτῶν Αἰσχύλ. Ἱκ. 610· ἐν ἐπιγραφαῖς, προνόμιον διδόμενον εἰς τὸν εὐεργετήσαντα τὴν πόλιν καὶ ἄξιον αὐτῆς καταστάντα, εἶμεν δ’ αὐτῷ ἀτέλειαν καὶ ἀσυλίαν, καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1052, πρβλ. 1355, 1542, κ. ἀλλ.· συχν. ἐν Δελφικαῖς ἐπιγραφαῖς, Κούρτιος 41 κ. ἑξῆς. 2) ἱερότης, ἁγιωσύνη, τὸ ἀπαραβίαστον τῆς ὑπολήψεώς τινος, ἀσυλία ἱερέως Διον. Ἁλ. 11. 25: - ἐπὶ τόπου πρὸς καταφυγήν, καταφύγιον, ἄσυλον, Πολύβ. 4. 74, 2.

Greek Monolingual

η (Α ἀσυλία) άσυλος
νεοελλ.
φρ.
1. «διπλωματική ασυλία» — το προνομιακό καθεστώς των διπλωματικών αποστολών και του προσωπικού τους να μην υπάγονται —σε μεγάλο μέτρο— στην έννομη τάξη του κράτους στο οποίο είναι διαπιστευμένοι ώστε να ασκούν ανεμπόδιστα και αποτελεσματικά τα διπλωματικά τους καθήκοντα
2. «βουλευτική ασυλία» — το προνόμιο των βουλευτών να μη διώκονται, συλλαμβάνονται ή φυλακίζονται χωρίς την άδεια του εκλογικού σώματος (εκτός από περιπτώσεις «κακουργημάτων επ' αυτοφώρω»)
αρχ.
1. το να μη μπορεί να ασκηθεί βία σε βάρος προσώπου ή ιερού χώρου
2. το να παρέχεται άσυλο σε ικέτες
3. απαλλαγή από φόρο ή συνεισφορά.

Greek Monotonic

ἀσυλία: ἡ (ἄσυλος), ιερό, απαραβίαστο, λέγεται για τους ικέτες, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἄσυλος
inviolability, of suppliants, Aesch.