ἀνταποφαίνω

From LSJ
Revision as of 12:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

εὐσεβῆ διάγω τρόπον περί τινα → conduct oneself piously

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταποφαίνω Medium diacritics: ἀνταποφαίνω Low diacritics: ανταποφαίνω Capitals: ΑΝΤΑΠΟΦΑΙΝΩ
Transliteration A: antapophaínō Transliteration B: antapophainō Transliteration C: antapofaino Beta Code: a)ntapofai/nw

English (LSJ)

show on the other hand, Th.3.38,67.

Spanish (DGE)

I tr.
1 contradecir, oponerse a τὸ πάνυ δοκοῦν ἀνταποφαίνεις ὡς οὐκ ἔγνωσται demuestras que lo acordado no representa la opinión general Th.3.38.
2 en v. med. mostrar a su vez τὴν ... ἡλικίαν Th.3.67, γνώμην I.AI 19.178
tb. en v. act. ἀνταποφαίνει τοὺς ... ἐπάγοντας τὴν ἀράν Cyr.Al.M.73.769D.
II intr. en v. med. estar en desacuerdo, mostrar una opinión contraria Pall.V.Chrys.9 (M.47.30), ἐπ' ἴσης Clem.Al.Strom.7.16.95, 8.1.4.

German (Pape)

[Seite 244] dagegen zeigen, beweisen, Thuc. ἀνταποφῆναι 3, 48; τὴν ἡλικίαν δεινότερα παθοῦσαν 3, 67. – Med., seine Meinung dagegen aussprechen, Clem. Al. γνώμην, wie Ios.

French (Bailly abrégé)

exposer à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἀποφαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταποφαίνω: доказывать со своей стороны, приводить обратное доказательство: ἡμεῖς ἀνταποφαίνομεν … Thuc. мы же, наоборот, утверждаем ….

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταποφαίνω: ἀνταποδεικνύω, ἀποδεικνύω τὸ ἐναντίον, Θουκ. 3. 38, 67: - Μέσ., ἀποφαίνομαι ἐναντίαν γνώμην, ἰσχυρίζομαι ἐκ τοῦ ἐναντίου, Κλήμ. Ἀλ. 891.

Greek Monolingual

ἀνταποφαίνω (Α)
1. αποδεικνύω το αντίθετο
2. μέσ. (-ομαι) εκφέρω αντίθετη γνώμη, ισχυρίζομαι το αντίθετο.

Greek Monotonic

ἀνταποφαίνω: μέλ. -φᾰνῶ, αποδεικνύω, καταδεικνύω από την άλλη μεριά, σε Θουκ.

Middle Liddell


to show on the other hand, Thuc.