ὑπερπαλύνω
From LSJ
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
English (LSJ)
overspread or smear over, ὑπὲρ καλαμῖδα παλύνας AP 10.11 (Satyr.).
German (Pape)
[Seite 1200] überstreuen, Sp.
French (Bailly abrégé)
répandre par-dessus.
Étymologie: ὑπέρ, παλύνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερπᾰλύνω: посыпать или окроплять (τί τινι Anth. - in tmesi).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπαλύνω: ἐπιπάσσω, «πασπαλίζω» ὑπεράνω, Ἀνθ. Παλ. 10. 11.
Greek Monolingual
Α
σκορπίζω από πάνω, πασπαλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + παλύνω «ραντίζω, πασπαλίζω»].
Greek Monotonic
ὑπερπᾰλύνω: σκορπίζω, χύνω ή διασκορπίζω, διασπείρω, σε Ανθ.