μελύδριον

From LSJ
Revision as of 06:56, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελύδριον Medium diacritics: μελύδριον Low diacritics: μελύδριον Capitals: ΜΕΛΥΔΡΙΟΝ
Transliteration A: melýdrion Transliteration B: melydrion Transliteration C: melydrion Beta Code: melu/drion

English (LSJ)

τό, Dim. of μέλος A, A poor limb, M.Ant.7.68(pl.). II Dim. of μέλος B, ditty, Ar.Ec.883, Theoc.7.51, BionFr.5.1.

German (Pape)

[Seite 128] τό, dim. von μέλος, Liedchen; Ar. Eccl. 883; Theocr. 7, 51.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit membre.
Étymologie: μέλος.

Russian (Dvoretsky)

μελύδριον: τό песенка Arph., Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

μελύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ μέλος Α, μικρόν τι μέλος τοῦ σώματος, κἂν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῦ περιτεθραμμένου τούτου σώματος Μ. Ἀντων. 7. 68. ΙΙ. ἐκ τοῦ μέλος Β, ᾠδάριον, ᾀσμάτιον, «τραγουδάκι», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 883, Θεόκρ. 7. 51, Βίων 5. 2.

Greek Monolingual

μελύδριον, τὸ (Α)
1. μικρό μέλος του σώματος («κἄν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῦ περιτεθραμμένου τούτου σώματος», Μάρκ. Αυρ.)
2. τραγουδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογύδριον)].

Greek Monotonic

μελύδριον: τό, υποκορ. του μέλος II, τραγουδάκι, σε Θεόκρ., Βίωνα.

Middle Liddell

μελύδριον, ου, τό, [Dim. of μέλος II]
a ditty, Theocr., Bion.

Mantoulidis Etymological

(=τραγουδάκι) ὑποκοριστικόςς τοῦ μέλος.