ἐνετή
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
ἡ, (ἐνετός) = περόνη, pin, brooch, Il.14.180, Call.Fr.149, Mus.Belg.16.71 (Attica, ii A.D.).
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
fíbula, broche χρυσείῃς δ' ἐνετῇσι κατὰ στῆθος περονᾶτο Il.14.180, cf. Call.Fr.253.11, IG 22.3606.23 (II d.C.).
• Etimología: Der. verbal de ἐνίημι, v. ἵημι
German (Pape)
[Seite 839] ἡ, (das Eingesteckte), die Nadel, Spange; Il. 14, 180; Callim. tr. 149. Vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 313.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
agrafe.
Étymologie: ἐνετός.
Russian (Dvoretsky)
ἐνετή: ἡ застежка, булавка Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνετή: ἡ, (ἐνετός) = περόνη, «καρφίτσα», χρυσείῃς δ’ ἐνετῇσι κατὰ στῆθος περονᾶτο Ἰλ. Ξ. 180, Καλλ. Ἀποσπ. 149. Ὁ Ἡσύχ. προπαροξύνει τὴν λέξιν: «ἐνέτῃσι· περόναις, ἀπὸ τοῦ ἐνίεσθαι, ἢ πόρπαις».
English (Autenrieth)
(ἐνίημι): clasp, a species of περόνη, Il. 14.180†.
Greek Monolingual
η (Α ἐνετή) ενίημι
νεοελλ.
1. στρ. πόρπη του ζωστήρα, του κολεού κ.λπ., κν. κόπιτσα, φιούμπα
2. (τεχν.) σιδερένιος σύνδεσμος που συνδέει δύο τμήματα ενός ξύλινου κατασκευάσματος
αρχ.
περόνη, βελόνη, καρφίτσα, πόρπη
(«χρυσείῃς δ' ἐνετῇσι κατά στῆθος περονᾱτο», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐνετή: ἡ (ἐνετός), καρφίτσα, πόρπη, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: pin, brooch,
Other forms: ἐνετήρ, -ῆρος m. clyster-syringe,
Origin: IE [Indo-European] [502] *j̯eh₁- throw; make, do
Etymology: Verbal noun of ἐν-ίημι, s. ἵημι.
Middle Liddell
ἐνετή, ἡ, ἐνετός
a pin, brooch, Il.
Frisk Etymology German
ἐνετή: {enetḗ}
Forms: ἐνετήρ, -ῆρος m. Klistierspritze,
Grammar: f.
Meaning: Spange, Nadel,
Etymology: Verbalnomina von ἐνίημι, s. ἵημι.
Page 1,515