περιθεωρέω
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
go round and observe, Luc.Herm.44; survey, consider thoroughly, Diog.Oen.24.
German (Pape)
[Seite 577] rings herumgehen und genau betrachten, Luc. Herm. 44.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
regarder tout autour, de tous côtés.
Étymologie: περί, θεωρέω.
Russian (Dvoretsky)
περιθεωρέω: обозревать, осматривать (ἅπαντας Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
περιθεωρέω: περιέρχομαι καὶ θεωρῶ, Λουκ. Ἑρμότ. 44.
Greek Monotonic
περιθεωρέω: μέλ. -ήσω, προχωρώ γύρω και παρατηρώ, σε Λουκ.