πάροιθεν
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
English (LSJ)
v. πάροιθε.
French (Bailly abrégé)
et dev. une cons. πάροιθε;
adv. et prép.
I. avec idée de lieu;
1 en avant : τινος de qqn ou de qch;
2 en haut;
II. avec idée de temps auparavant, avant ; οἱ πάροιθεν ceux qui arriveront les premiers ; τὸ πάροιθεν auparavant ; πάροιθε πρίν SOPH avant que ; πάροιθέν τινος avant qqn ou qch.
Étymologie: πάρος, -θεν.
English (Autenrieth)
in front, Il. 20.437; heretofore, beforehand, Il. 23.20; τὸ πάροιθεν, Od. 1.322; w. gen., ‘in the presence of, ’ ‘before, ’ Il. 1.360, Il. 15.154.
Greek Monolingual
και αιολ. τ. πάροιθα Α
1. (πρόθ. με γεν. προσ. ή τόπου), ενώπιον, μπροστά σε κάποιον ή κάτι (α. «πάροιθ' αὐτοῑο καθέζετο», Ομ. Ιλ.
β. «πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο», Ομ. Ιλ.)
2. (πρόθ. με γεν.) πριν («πάροιθεν ἐμοῦ» — πριν από μένα, Αισχύλ.)
3. (ως επίρρ. τοπ.) εμπρός, από μπροστά («πάροιθε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη φάος ἐποίει», Ομ. Οδ.)
4. (ως επίρρ. χρον.) προηγουμένως, πρωτύτερα («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων», Αισχύλ.)
5. (συχνά και με άρθρο) α) τὸ πάροιθεν
προηγουμένως
β) τῶν πάροιθε
τών προηγούμενων ανθρώπων, τών προγόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρη τοπική πτώση πάροι (πρβλ. συγκρ. παροί-τερος) του επιρρ. πάρος «προηγουμένως, πρωτύτερα, από παλαιά» + επιρρμ. κατάλ. -θε(ν) / -θα (πρβλ. ανέκαθεν)].
German (Pape)
s. πάροιθε.