μινυανθής
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
μινυανθές, blooming a short time, Max.76; τὸ μ., = τριπέτηλον, τρίφυλλον, treacle clover, Psoralea bituminosa, Nic.Th.522, Gal.12.144.
German (Pape)
[Seite 188] ές, kurze Zeit blühend, τρίφυλλον, Nic. Ther. 522, v.l. μηνυανθής(?), u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῐνῠανθής: -ές, ὁ ἐπὶ βραχὺν χρόνον ἀνθῶν, θάλλων, Μαξίμ. π. Καταρχ. 76· - τὸ μινυανθὲς Νικ. Θηρ. 522.
Greek Monolingual
μινυανθής, -ές (Α)
1. αυτός που ανθεί για μικρό χρονικό διάστημα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μινυανθές
είδος φυτού («τρίφυλλον, τὴν ἤτοι μινυανθές, ὁ δὲ τριπέτηλον ἐνίσπει», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυ- του μινύθω «περικόπτω, ελαττώνω» (βλ. μινύθω) + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χρυσανθής].