οἰκεύς

From LSJ
Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκεύς Medium diacritics: οἰκεύς Low diacritics: οικεύς Capitals: ΟΙΚΕΥΣ
Transliteration A: oikeús Transliteration B: oikeus Transliteration C: oikeys Beta Code: oi)keu/s

English (LSJ)

-έως, Ion. ῆος, ὁ, = οἰκέτης, inmate of one's house, μὴ… φίλους οἰκῆας ἐγείρῃ Il.5.413, cf. 6.366, Od.17.533; but elsewhere, as in 4.245, 14.4, al., = menial, servant, cf. Sol. ap. Lys.10.19, S.OT756, Theoc.25.33; serf, Leg.Gort.2.8, al. (ϝοικ-).

German (Pape)

[Seite 299] ὁ, = οἰκέτης, Hausgenosse; ὄφρα ἴδωμαι οἰκῆας, ἄλοχόν τε φίλην καὶ νήπιον υἱόν, Il. 6, 366, vgl. 5, 413 Od. 17, 533; bes. in der Od. die Haussklaven, Diener, οἰκήων, οὓς ἐκτήσατο, 14, 4, vgl. 63. 4, 245. 16, 303; Soph. O. R. 756; Lys. 10, 19 führt es aus Solons Gesetzen an und erklärt es θεράπων.

French (Bailly abrégé)

έως, ion. ῆος (ὁ) :
1 parent;
2 serviteur.
Étymologie: οἶκος.

Russian (Dvoretsky)

οἰκεύς: έως, ион. ῆος ὁ
1 член семьи, домочадец Hom.;
2 слуга Hom., Soph., Lys.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκεύς: έως, Ἰων. ῆος, ὁ, ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ, οἰκεῖος, μὴ ... φίλους οἰκῆας ἐγείρῃ Ἰλ. Ε. 413· ὄφρα ἴδωμαι οἰκῆας, ἄλοχόν τε φίλην καὶ νήπιον υἱὸν Ζ. 366, Ὀδ. Ρ. 533· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ, ὡς ἐν Δ. 245, Ξ. 4, κτλ., ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ δούλου, ὑπηρέτης, πρβλ. Σόλωνα παρὰ Λυσ. 117. 41, Σοφ. Ο. Τ. 756.

English (Autenrieth)

ῆος (ϝοῖκος): inmate of a house, then servant, mostly pl., Od. 4.245, Od. 14.4.

Greek Monolingual

οἰκεύς, -έως και ιων. τ. γεν. -ῆος και Fοικεύς, ὁ, θηλ. Fοικέα (Α)
1. αυτός που ζει μέσα στο σπίτι, στην οικογένεια, ο άνθρωπος του σπιτιού («μὴ φίλους οἰκῆας ἐγείροι», Ομ. Ιλ.)
2. υπηρέτης, δούλος, οικέτηςοἰκεύς τις ὅσπερ ἵκετ' ἐκσωθεὶς μόνος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππεύς)].

Greek Monotonic

οἰκεύς: -έως, Ιων. -ῆος, ὁ, = οἰκέτης, οικείος,
I. ένοικος, σε Όμηρ.
II. οικιακός υπηρέτης, δούλος, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.

Middle Liddell

οἰκεύς, έως Ionic ῆος, ὁ, = οἰκέτης
I. an inmate of one's house, Hom.
II. a menial, servant, Od., Soph.