πατροδώρητος
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
πατροδώρητον, given by a father, Luc. Trag.268.
German (Pape)
[Seite 536] vom Vater geschenkt, gegeben, Luc. Tragodop. 268.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
donné en présent par le père.
Étymologie: πατήρ, δωρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατροδώρητος -ον [πατήρ, δωρέω] door vader gegeven.
Russian (Dvoretsky)
πατροδώρητος: дарованный отцом Luc.
Greek (Liddell-Scott)
πατροδώρητος: -ον, ὁ ὑπὸ πατρὸς δωρηθείς, Λουκ. Τραγῳδοποδ. 267.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που δωρήθηκε από τον πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -δώρητος (< δωρῶ), πρβλ. θεοδώρητος].