κεραυνοβρόντης

From LSJ
Revision as of 11:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοβρόντης Medium diacritics: κεραυνοβρόντης Low diacritics: κεραυνοβρόντης Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΒΡΟΝΤΗΣ
Transliteration A: keraunobróntēs Transliteration B: keraunobrontēs Transliteration C: keravnovrontis Beta Code: keraunobro/nths

English (LSJ)

κεραυνοβρόντου, ὁ, thunderer, Ζεῦ -βρόντᾰ Ar.Pax376.

German (Pape)

[Seite 1423] ὁ, der Blitzdonnerer, Zeus, Ar. Pax 372.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui tonne en foudroyant.
Étymologie: κεραυνός, βροντάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραυνοβρόντης -ου, ὁ [κεραυνός, βροντάω] die dondert en bliksemt ( epithet van Zeus).

Russian (Dvoretsky)

κεραυνοβρόντης: ου ὁ бросающий молнии, поражающий громом (Ζεύς Arph.).

Greek Monolingual

κεραυνοβρόντης, ὁ (Α) αυτός που εξακοντίζει κεραυνούς με βροντές («ὦ Ζεῡ κεραυνοβρόντα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βρόντης (< βροντή), πρβλ. αστροβρόντης, καρτεροβρόντης.

Greek Monotonic

κεραυνοβρόντης: -ου, ὁ (βροντάω), αυτός που εξακοντίζει και αστράφτει τον κεραυνό, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοβρόντης: -ου, ὁ, ὁ ἐξακοντίζων τὸν κεραυνὸν καὶ βροντῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 376· πρβλ. βροντησικέραυνος.

Middle Liddell

κεραυνο-βρόντης, ου, βροντάω
the lightener and thunderer, Ar.