σύδην

From LSJ
Revision as of 11:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύδην Medium diacritics: σύδην Low diacritics: σύδην Capitals: ΣΥΔΗΝ
Transliteration A: sýdēn Transliteration B: sydēn Transliteration C: sydin Beta Code: su/dhn

English (LSJ)

[ῠ], Adv., (σεύω) impetuously, hurriedly, ς… αἴρονται φυγήν A.Pers.480.

German (Pape)

[Seite 972] (σεύω) adv., mit Ungestüm, heftig, σύδην κατ' οὖρον οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν, Aesch. Pers. 492.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec impétuosité.
Étymologie: σεύω, -δην.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύδην [σεύω] adv., in snelle vaart, halsoverkop.

Russian (Dvoretsky)

σύδην: (ῠ) adv. σεύω стремительно, поспешно (αἴρεσθαι φυγήν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

σύδην: [ῠ], Ἐπίρρ. (σεύω) ταχέως καὶ ὁρμητικῶς, μετὰ σπουδῆς, σ. αἴρεσθαι φυγὴν Αἰσχύλ. Πέρσ. 480.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με ορμή, σφοδρώς («ναῶν γε ταγοὶ τῶν λελειμμένων σύδην», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συ- του σεύω «θέτω σε κίνηση, ορμώ, διώκω» (πρβλ. αόρ. έσ-σν-μην) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγδην), βλ. και λ. πανσυδί.

Greek Monotonic

σύδην: [ῠ], επίρρ. (σεύω), ορμητικά, βίαια, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

σεύω
impetuously, hurriedly, Aesch.