σχεδόθεν

From LSJ
Revision as of 13:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχεδόθεν Medium diacritics: σχεδόθεν Low diacritics: σχεδόθεν Capitals: ΣΧΕΔΟΘΕΝ
Transliteration A: schedóthen Transliteration B: schedothen Transliteration C: schedothen Beta Code: sxedo/qen

English (LSJ)

Adv., prop. from nigh at hand; but used much like σχεδόν, nigh at hand, near, ὤμων μεσσηγὺς σ. βάλε Il.16.807, cf. A.R.4.662; σ. δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη Od.2.267, 13.221, etc.; στῆ ῥ' αὐτῶν σ. 19.447.

German (Pape)

[Seite 1054] adv., von Nahem, aus der Nähe; βάλε, Il. 16, 807; μάχεσθαι, 17, 359; σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη, Od. 2, 267, vgl. 15, 223.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de près, d'auprès avec mouv.
2 près, auprès avec ou sans mouv.
Étymologie: σχεδόν, -θεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχεδόθεν [σχέδον] adv., van nabij, dichtbij.

Russian (Dvoretsky)

σχεδόθεν: adv.
1 с близкого расстояния, в упор (βάλλειν Hom.);
2 на близкое расстояние, вплотную (ἐλθεῖν τινι Hom.);
3 на близком расстоянии, вблизи (στῆναί τινος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

σχεδόθεν: Ἐπίρρ. κυρίως, ἐκ τοῦ πλησίον· ἀλλ’ ἐν χρήσει παραπλησίως τῷ σχεδόν, πλησίον, ἐγγύς, Λατ. cominus, ὤμων μεσσηγὺς σχ. βάλε Ἰλ. Π. 807· σχ. δὲ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη Ὀδ. Β. 267, Ν, 221, κλπ· στῆ ῥ’ αὐτῶν σχ. Τ. 447.

English (Autenrieth)

(ἔχω): from near at hand, close by, near, w. dat. or gen., Il. 16.800, Od. 19.477.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. (με τοπ. σημ.) α) από κοντά, εκ του σύνεγγυς
β) (συν. χρησιμοποιείται αντί του σχεδόν) πλησίον, κοντά
2. (με χρον. σημ.) ευθύς, αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδόν + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. εγγύθεν)].

Greek Monotonic

σχεδόθεν: κυρίως επίρρ., από κοντά, πλησίον, Λατ. cominus, σε Όμηρ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[from σχεδόν
properly, from nigh at hand, nigh at hand, near, Lat. cominus, Hom.; c. gen., Od.