φόωσδε
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
to the light, to the light of day, Il. 2.309, 19.103, etc.
German (Pape)
[Seite 1301] adv., aus Licht, Tageslicht, Il.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la lumière, au jour avec mouv.
Étymologie: φόως, -δε.
Russian (Dvoretsky)
φόωσδε: adv. на (дневной) свет om.
Greek (Liddell-Scott)
φόωσδε: εἰς τὸ φῶς, εἰς τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, Ἰλ. Β. 309, Τ. 103, κλπ.
English (Autenrieth)
see φάος.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. στο φως, προς το φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόως, επικ. τ. του φῶς + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. πελαγόσδε)].