ῥωγμή
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
ἡ, = ῥωγή, fracture, Hp.VC3; ῥ. ξύλου cleft, Arist.HA 614b15, cf. 556a5.
German (Pape)
[Seite 854] ἡ, = ῥωγμός, ξύλου, Arist. H. A. 9, 9; Plut. Symp. 4, 2, 1.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
déchirure, fente, crevasse.
Étymologie: ῥήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ῥωγμή: ἡ трещина, расщелина Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ῥωγμή: ἡ, = ῥωγή, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 898· ῥ. ξύλου, χαραγματιά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 4, πρβλ. 5. 28, 4· ὡσαύτως ῥωγμός, ὁ, Βίωνος Ἀποσπ. 15.
Greek Monolingual
η / ῥωγμή, ΝΜΑ και ῥωχμή ΜΑ
επιμήκης επιφανειακή ή βαθιά σχισμή στερεού σώματος, διακοπή της συνέχειας μιας επιφάνειας με τον σχηματισμό ανοίγματος σε αυτήν, σκάσιμο, χάσμα (α. «μετά τον σεισμό παρουσιάστηκαν πολλές ρωγμές στο έδαφος» β. «ῥωγμή ξύλου», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ιατρ. φρ. «ρωγμή οστού»
ιατρ. γραμμοειδής διακοπή της συνέχειας οστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + κατάλ. -μή (πρβλ. τιμή). Ο τ. ῥωχμή κατά το ῥωχμός].