εἰσπεράω
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
fut. -άσω [ᾱ], Ion. -ήσω, pass over into, Χαλκίδα τ' εἰσεπέρησα Hes.Op.655: abs., Orph.A.442.
Spanish (DGE)
llegar traspasando un límite, entrar, introducirse c. ac. de lugar Χαλκίδα Hes.Op.655, Ῥοδανοῖο βαθὺν ῥόον A.R.4.627, τινα κοίλην χειήν Opp.H.4.618, c. giro prep. εἰς ἄντρον Orph.A.75, εἰσεπέρησε νεὼς ἄπο Orph.A.442
•fig. μόρον εἰσεπέρησαν ref. la muerte, Opp.H.4.572.
German (Pape)
[Seite 745] (über das Meer) übersetzen nach einem Orte hin; Χαλκίδα Hes. O. 653; öfter Orph. Arg.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
passer la mer pour aller dans.
Étymologie: εἰς, περάω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσπεράω: ехать морем (ἐπ᾽ ἄεθλα Χαλκίδα εἰσεπέρησα Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσπεράω: μέλλ. -άσω ᾱ, Ἰων. -ήσω, διαπερῶ ἀπέναντι εἰς, Χαλκίδα τ’ εἰσεπέρησα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 653.
Greek Monotonic
εἰσπεράω: μέλ. -άσω [ᾱ], Ιων. -ήσω, περνώ απέναντι σε, με αιτ., σε Ησίοδ.