ἐπιμόριος

From LSJ
Revision as of 07:45, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theil" to "Teil")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμόρῐος Medium diacritics: ἐπιμόριος Low diacritics: επιμόριος Capitals: ΕΠΙΜΟΡΙΟΣ
Transliteration A: epimórios Transliteration B: epimorios Transliteration C: epimorios Beta Code: e)pimo/rios

English (LSJ)

ἐπιμόριον, (μόριον) containing a whole + a fraction with 1 for its numerator (1+1/x), superparticular, ἐ. [ἀριθμοί] Arist.Pr. 921b5; λόγοι Ph.2.183 (v.l. for ὑποεπιμερῶν), Plu.in Hes.59; of the rhythm of the pulse, Gal.8.516; also ἐπιμόριον, τό, Arist.Metaph. 1021a2. Adv. ἐπιμορίως Nicom.Ar.2.20; opp. ἐπιμερής (q.v.), ib.1.20; τῶν ἀριθμῶν οἱ μὲν ἐν πολλαπλασίῳ λόγῳ λέγονται, οἱ δὲ ἐν ἐπιμορίῳ, οἱ δὲ ἐν ἐπιμερεῖ Euc.Sect.Can.Praef., cf. Theo Sm.p.76H.

German (Pape)

[Seite 964] das Ganze u. einen Teil desselben enthaltend, um einen Teil größer, Nicom. arithm. 1, 19; λόγος, das Zahlenverhältniß, worin die eine Zahl um einen bestimmten Teil größer ist als die andere, 3: 4, 8: 10, οὔτε γὰρ ἐπιμόριοι οὔτε πολλαπλάσιοι, Arist. probl. 19, 41. – Adv. ἐπιμορίως, Nicom. arithm. 2, 20. Vgl. ἐπιμερής.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμόριος: содержащий целое и дробь с единицей в числителе Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμόριος: -ον, (μόριον) περιέχων τὸ ὅλον καὶ κλάσμα ἔχον ὡς ἀριθμητὴν τὴν μονάδα, 1+1/χ: ἐπ. λόγος, ὁ λόγος καθ’ ὃν ἀριθμός τις περιέχει ἕτερον καὶ κλάσμα τι αὐτοῦ, Ἀριστ. Προβλ. 19. 41· ὡσαύτως, ἐπιμόριον, τό, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 3· πρβλ. ἐπίτριτος. ― Ἐπίρρ. -ίως, Νικομ. Ἀριθμ. 2. 20· ― περὶ ἰδιαιτέρων παραδειγμάτων ἴδε ἐπίτριτος, ἐπιτέταρτος. ― Ἂν δὲ ὁ ἀριθμητὴς συμβῇ νὰ εἶναι μείζων τῆς μονάδος, οἷον 1+2/χ, 1+3/χ, κλ. ὁ λόγος καλεῖται ἐπιμερὴς λόγος, Νικόμ., Ἰάμβλ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἐπιμόριος, -ον)
αριθμός που περιέχει ένα ακέραιο κλάσμα με αριθμητή τη μονάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -μόριος (< μόρος «κομμάτι [γης]»), τ. που με τη σημασία αυτή απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. πολλοστημόριος, τριτημόριος)].