ἀκερσεκόμης

From LSJ
Revision as of 14:53, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκερσεκόμης Medium diacritics: ἀκερσεκόμης Low diacritics: ακερσεκόμης Capitals: ΑΚΕΡΣΕΚΟΜΗΣ
Transliteration A: akersekómēs Transliteration B: akersekomēs Transliteration C: akersekomis Beta Code: a)kerseko/mhs

English (LSJ)

(ἀκερσι- in Nonn. Il. cc. infr.), ου, ὁ, (Dor. voc.
A -κόμα Pi.Pae.9.45: dat. pl. -κόμοισιν Nonn. D. 14.232), (κείρω, κόμη) with unshorn hair, i.e. ever-young (for Greek youths wore long hair till they reached manhood), of Phoebus, Il.20.39, h.Ap.134, etc.
2 long-haired, Nonn. D. 10.29, al.; cf. ἀκειρεκόμης.

Spanish (DGE)

v. ἀκειρεκόμης.

German (Pape)

[Seite 71] ὁ (κείρω, vgl. ἀκειρεκόμας), mit ungeschornem, langem Haupthaar, Zeichen der ewigen Jugend, da die griechischen Jünglinge bis zum Mannesalter ihr Haar wachsen ließen; bes. Apollo; Hom. einmal, Iliad. 20. 39 Φοῖβος ἀκερσεκόμης; – Col. 40; Ep. ad. 135 (App. 243).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
à la chevelure non tondue, à la longue chevelure, fig. dans la force de la jeunesse.
Étymologie: , κείρω, κόμη.

Russian (Dvoretsky)

ἀκερσεκόμης: с нестриженными кудрями, длинноволосый (эпитет Феба-Аполлона) Hom., Pind., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκερσεκόμης: -ου, ὁ, (κείρω, κόμη) ὁ ἔχων τὴν κόμην μὴ κεκαρμένην, ἀεὶ νέος (ἐπειδὴ οἱ Ἕλληνες νεανίαι ἔτρεφον μακρὰν κόμην μέχρις ἀνδρικῆς ἡλικίας), ἐπίθ. τοῦ Φοίβου, Ἰλ. Υ. 39, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 134, Πινδ. Π. 3. 26, καὶ μεταγεν. Ποιητ.: πρβλ ἀκειρεκόμης: ―ὁ Νόνν. ἔχει δοτ. πληθ. ἀκερσεκόμοισιν, Διον. 14, 232.

English (Autenrieth)

(κείρω, κόμη): with unshorn hair; Φοῖβος, Il. 20.39†.

Greek Monolingual

ἀκερσεκόμης, ο (Α)
1. ο ακούρευτος, αυτός που διατηρεί μακριά, κυματίζουσα κόμη, ο πάντα νέος (γιατί οι νέοι έκοβαν τα μαλλιά τους όταν έφταναν στην αντρική ηλικία)
«Φοῖβος ἀκερσεκόμης» (Όμ. Υ 39, Ύμν. εις Απόλ. 134)
2. νεανίας, νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο του Απόλλωνος, που απαντά ήδη στον Όμηρο και σημαίνει «αυτόν που δεν κόβει τα μαλλιά του» και κατ' επέκταση «τον πάντα νέο». Η λ. σχηματίζεται από - στερητ., από το θ. του ενσίγμου αορίστου ἔκερσα του ρήματος κείρω και από το ουσ. κόμη. Ο παράλληλος τ. της λέξεως ἀκειρεκόμης, που απαντά στον Πίνδαρο, σχηματίζεται από το ενεστωτικό θ. του ρήματος κείρω.

Greek Monotonic

ἀκερσεκόμης: -ου, ὁ (κείρω, κόμη), αυτός που έχει ακούρευτα, μακριά μαλλιά (οι Έλληνες έφηβοι διατηρούσαν τα μαλλιά τους μακριά μέχρι την ανδρική ηλικία), επίθ. του Φοίβου, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πρβλ. ἀκειρεκόμης.

Middle Liddell

[cf. ἀκειρεκόμης κείρω, κόμη
with unshorn hair (the Greek youths wore their hair long till they reached manhood), epithet of Phoebus, Il., etc.