σκινδάλαμος

From LSJ
Revision as of 18:40, 7 September 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " αττιξ " to " ''Att.'' ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκινδάλᾰμος Medium diacritics: σκινδάλαμος Low diacritics: σκινδάλαμος Capitals: ΣΚΙΝΔΑΛΑΜΟΣ
Transliteration A: skindálamos Transliteration B: skindalamos Transliteration C: skindalamos Beta Code: skinda/lamos

English (LSJ)

[ᾰλ], Att. σχινδάλαμος, ὁ,
A splinter, in form σχινδαλμός Hp.Mul.2.133 (σκινδαλαμός, σχιδαλαμός, etc. in codd.); σκινδαλμός, Dsc.1.18.
II metaph., λόγων ἀκριβῶν σχινδάλαμοι straw-splittings, quibbles, Ar.Nu.130, cf. Ra.819, Luc.Hes.5; so σκινδαλμούς Alciphr.3.64:—cf. ἀνασχινδυλεύω.

German (Pape)

[Seite 899] ὁ, zsgzgn σκινδαλμός, attisch σχινδάλαμος u. σχινδαλμός, s. Ruhnk. Tim. 32 u. Piers. Moer. 360, ein gespaltenes, zugespitztes Stück Holz, Schindel, auch Pfahl, Spitzpfahl. – Übertr.: βραδὺς λόγων ἀκριβῶν σχινδαλάμους μαθήσομαι Ar. Nubb. 131; σχινδαλάμων παραξόνια (s. dieses Wort) Ran. 818; Spitzfindigkeiten, Schol. λεπτολογίαι, ἀπὸ τῆς σχίσεως τῶν καλάμων; Alciphr. 3, 64 σκινδαλμοὺς λόγων ἐκμαθών; vgl. Luc. diss. c. Hes. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
éclat de bois, copeau aigu, écharde.
Étymologie: cf. σκίζω.

Greek Monolingual

και σκινδαλαμός και σκινδαλμός, ὁ, Α
βλ. σχινδάλαμος.

Greek Monotonic

σκινδάλᾰμος: Αττ. σχινδάλαμος, , μικρό κομμάτι ξύλου που έχει αποσχιστεί, πελεκούδι, Λατ. scindula· μεταφ., λόγων σχινδάλαμοι, λεπτολογίες, αμφίσημα λόγια, γρίφοι, σοφιστείες, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σκινδάλᾰμος: атт. σχινδάλᾰμος (δᾰ) ὁ досл. щепка, заноза, перен. тонкость, уловка Luc.: λόγων σχινδάλαμοι Arph. словесные тонкости, хитросплетения.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκινδάλαμος -ου, ὁ [~ σχίζω] splinter; vandaar mv. spitsvondigheden, subtiliteiten:. λόγων ἀκριβῶν σκινδάλαμοι de fijne kneepjes van overnauwkeurige argumentaties Aristoph. Nub. 130.

Middle Liddell

σκινδάλᾰμος, Att. σχινδάλαμος, ὁ,
a splinter, Lat. scindula:—metaph., λόγων σχινδάλαμοι straw-splittings, quibbles, Ar.

Frisk Etymology German

σκινδάλαμος: -δαλμός
{skindálamos}
See also: s. σχίζω.
Page 2,732