προσβοηθέω

From LSJ
Revision as of 12:05, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσβοηθέω Medium diacritics: προσβοηθέω Low diacritics: προσβοηθέω Capitals: ΠΡΟΣΒΟΗΘΕΩ
Transliteration A: prosboēthéō Transliteration B: prosboētheō Transliteration C: prosvoitheo Beta Code: prosbohqe/w

English (LSJ)

Ion. προσβωθέω, come to aid, abs., ναυσὶ π. Th.2.25, cf. 6.66, 69, etc.; δέκα ναυσὶν ἐκ τῶν Ἀθηνῶν with ten ships... Id.8.23; στρατιᾷ καὶ ἵπποις v.l. in X.HG1.3.5; προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην v.l. in Hdt.8.144; οἷ αὐτοῖς ὁ στρατὸς προσεβεβοηθήκει Th.1.50.

German (Pape)

[Seite 754] ion. προσβωθέω, zur Hülfe herbeieilen, zu Hülfe kommen; προσβωθῆσαι εἰς Βοιωτίην, Her. 8, 144; τινί, Thuc. 6, 66. 69 u. öfter; Xen. Cyr. 1, 4, 19; Pol. 2, 67, 6; εἰς τὴν Ῥώμην, 2, 24, 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
venir au secours de, dat. ou εἰς et l'acc..
Étymologie: πρός, βοηθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-βοηθέω, Ion. inf. aor. προςβωθῆσαι, te hulp komen, met dat.

Russian (Dvoretsky)

προσβοηθέω: ион. προσβωθέω приходить на помощь, спешить на выручку (εἰς Βοιωτίην Her.; τινι Thuc., Plut.): ἡ πολλὴ στρατιὰ προσεβεβοηθήκει Thuc. большое войско прибыло на помощь.

Greek (Liddell-Scott)

προσβοηθέω: Ἰων. -βωθέω, ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, ἔρχομαι φέρων βοήθειαν, ἀπολ., Θουκ. 2. 25., 6. 66, 69, κτλ.· δέκα ναυσὶν ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ὁ αὐτ. 8. 23· στρατιᾷ καὶ ἵπποις Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 5· προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Ἡρόδ. 8. 144· οἷ αὐτοῖς ὁ στρατὸς προσβεβοηθήκει Θουκ. 1. 50.

Greek Monotonic

προσβοηθέω: Ιων. -βωθέω, μέλ. -ήσω, έρχομαι να βοηθήσω, έρχομαι να συντρέξω, προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Θουκ.

Middle Liddell

ionic -βωθέω fut. ήσω
to come to aid, come up with succour, προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Hdt.: absol., Thuc.