αὔλιον
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
English (LSJ)
τό,
A country-house, cottage, h.Merc.103; fold, stable, etc., E.Cyc.345,593, X.HG3.2.4, etc.: prov., βοῦς ἐν αὐλίῳ 'round peg in a square hole', Cratin.32.
II chamber, cave, grotto, ἀμφιτρὴς αὔ. S.Ph.19, cf. 954, al., AP6.334 (Leon.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 cueva, gruta ἀδμῆτες (sc. βοῦς) δ' ἵκανον ἐς αὔλιον ὑψιμέλαθρον h.Merc.103, cf. 106, 134, 399, αὔ. ἀμφιτρής S.Ph.19, Πανός Ar.Lys.721, cf. S.Ph.954, E.Cyc.345, Call.Dian.93, en plu., S.Ph.1149, E.Cyc.222, 593, αὔλια καὶ Νυμφέων ἱερὸς πάγος AP 6.334 (Leon.).
2 gener. aprisco, establo como prov. βοῦς ἐν αὐλίῳ Cratin.34, ὥσπερ ἐν αὐλίῳ X.HG 3.2.4, en plu. τὰ δὲ αὔλια ἔρημα Alciphr.2.21.2, cf. Lys.Fr.85S., Longus 4.18.3
•fig. abrigo, morada de las casas de una ciudad αὔλια καὶ μακάρων ἐξ ἐτέων κτέανα AP 9.424 (Duris).
3 patio pequeño ἔσωθεν αὐλίου ἐν οἰκίᾳ PLond.871.15 (VII d.C.) en BL 1.298, cf. dud. PIand.95.7 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 393] τό, ländliche Wohnung, H. h. Merc. 103; Hürde, Xen. Hell. 3, 2, 3; βουκολίων Alph. 9 (IX, 104); oft Theocr.; Grotte, Soph. Phil. 19 u. öfter; Eur. Cycl. 344; Πανός Ar. Lys. 721.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 habitation rustique, cabane;
2 étable;
3 caverne, grotte.
Étymologie: αὖλις.
Russian (Dvoretsky)
αὔλιον: τό
1 хижина, лачуга HH;
2 скотный двор, стойло, хлев Eur., Xen., Anth.;
3 тж. pl. жилье, пещера Soph., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
αὔλιον: τό, οἰκία ἀγροτική, οἰκημάτιον ἐν τοῖς ἀγροῖς, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 103· μάνδρα, σταῦλος, κτλ., Εὐρ. Κύκλ. 345, 593, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4, κτλ.· «βοῦς ἐν αὐλίῳ· παροιμία ἐπί τῶν ἀχρήστων» Ἡσύχ. (Κρατῖνος ἐν «Δηλιάσιν» 10)· πληρέστερον: «βοῦς ἐν αὐλίῳ γέρων, ἐπὶ τῶν δι’ ἀσθένειαν ἡσυχαζόντων» Διογεν. Παροιμ. ΙΙΙ. 70. ΙΙ. θάλαμος, σπήλαιον, δι’ ἀμφιτρῆτος αὐλίου Σοφ. Φ. 19, πρβλ. 954, 1087, 1134, Ἀνθ. Π. 6. 334.
Greek Monolingual
αὔλιον, το (Α) αυλή
1. στάβλος, μαντρί
2. αγροτική κατοικία
3. σπηλιά.
Greek Monotonic
αὔλιον: τό (αὐλή),
I. εξοχική κατοικία, αγροτική κατοικία, σε Ομηρ. Ύμν.· μάνδρα, σταύλος, σε Ευρ., Ξεν.
II. θάλαμος, σπήλαιο, σπηλιά, σε Σοφ.
Middle Liddell
αὐλή
I. a country house, cottage, Hhymn.: a fold, stable, Eur., Xen.
II. a chamber, cave, grotto, Soph.