Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιτοπομπία

From LSJ
Revision as of 07:40, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοπομπία Medium diacritics: σιτοπομπία Low diacritics: σιτοπομπία Capitals: ΣΙΤΟΠΟΜΠΙΑ
Transliteration A: sitopompía Transliteration B: sitopompia Transliteration C: sitopompia Beta Code: sitopompi/a

English (LSJ)

(in codd. freq. σιτοπομπεία), ἡ,
A conveyance of corn, transport of corn, shipment of grain, D.18.87, 241, 301, 23.155, IG22.1629.220.
II supply of corn, τῆς σ. ἐπιλιπούσης D.S. 14.55, cf. SIG839.12 (Ephesus, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 886] ἡ, = σιτοπομπεία; βουλόμενος τῆς σιτοπομπίας κύριος γενέσθαι, Dem. 18, 87, vgl. 241. 301; D. Sic. 13, 88.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
transport ou convoi de blé ou de vivres.
Étymologie: σῖτος, πέμπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτοπομπία -ας, ἡ [σῖτος, πέμπω] graantransport.

Russian (Dvoretsky)

σῑτοπομπία:доставка хлеба или доставка продовольствия Dem., Diod.

Greek Monolingual

ἡ, Α σιτοπομπός
1. αποστολή, μεταφορά σιταριού και άλλων τροφίμων με συνοδεία
2. προμήθεια σιταριού, εφοδιασμός με σιτάρι.

Greek Monotonic

σῑτοπομπία: ἡ (πέμπω), μεταφορά, αποστολή σιτηρών με συνοδεία, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοπομπία: (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχν. ἐσφαλμ.-εία), ἡ, ἡ μεταφορά, μετακόμισις σίτου ὑπὸ συνοδίαν, Δημ. 254. 22., 307. 16., 326. 11., 671. 13. ΙΙ. ἐφόδιον σίτου, σῖτος ἐν ἀποθήκῃ, τῆς σ. ἐπιλειπούσης Διόδ. 14. 55. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 201.

Middle Liddell

σῑτο-πομπία, ἡ, πέμπω
the conveyance or convoy of corn, Dem.

English (Woodhouse)

carrying of corn

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)