ἅλαδε
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
[ᾰλ], Adv., (ἅλς)
A to or into the sea, Il.1.308, Epicur.Fr.194, etc.; εἰς ἅλαδε Od.10.351.
II ἅλαδεμύσται, name of the second day of the Eleusinian mysteries, 16th Boedromion, Polyaen.3.11.2, cf. IG1.53a35, 2.385d20.
Spanish (DGE)
(ἅλᾰδε)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv. hacia el mar, al mar, Il.1.308, εἰς ἅλαδε Od.10.351, τōν πυλōν <ι> ἅ. ἐ[χ] σελαύνοσιν οἱ μύσται de las puertas por las que los iniciados se abalanzan en dirección al mar, IG 13.84.35 (V a.C.), cf. 22.847.20 (III a.C.), en la frase Ἅλαδε μύσται usado como n. del 16 de Boedromión, segundo día de los misterios de Eleusis, Polyaen.3.11.2, Hsch.
German (Pape)
[Seite 88] zum Meere hin, in's Meer. Hom. u. folg. D.; εἰς ἅλαδε Od. 10, 351; – ἅλαδε μύσται der zweite Tag des Eleusinischen Festes, Polyaen. 3, 11, 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
et εἰς ἅλαδε;
à la mer, en mer avec mouv.
Étymologie: ἅλς¹, -δε.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἅλαδε ἅλς adv., naar de zee; ook met prep.: εἰς ἅλαδε naar de zee Od. 10.351.
Russian (Dvoretsky)
ἅλᾰδε: тж. εἰς ἅλᾰδε (ᾰλ) (на вопрос «куда?») в море Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἅλᾰδε: [ᾰ], ἐπίρρ. (ἅλς) πρὸς ἢ εἰς τὴν θάλασσαν, Ἰλ. Α. 308, κτλ.· ὡσαύτως, εἰς ἅλαδε, Ὀδ. Κ.351 ΙΙ. «Ἅλαδε μύσται», τὸ ὄνομα τῆς δευτέρας ἡμέρας τῶν Ἐλευσινίων μυστηρίων, ἡ ἕκτη καὶ δεκάτη τοῦ Βοηδρομιῶνος, Πολύαιν. 3. 11, 2.
English (Autenrieth)
seaward, into the sea; with εἰς, Od. 10.351.
Greek Monolingual
ἅλαδε επίρρ. (Α)
προς τη θάλασσα, στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς + επίρρ. κατάλ. -δε).
Greek Monotonic
ἅλᾰδε: [ᾰλ], επίρρ. του ἅλς, προς ή στην θάλασσα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης εἰςἅλασε, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
adverb of ἅλς, to or into the sea, Il., etc.; also, εἰς ἅλαδε Od.