εὐτράπεζος

From LSJ
Revision as of 21:44, 29 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτράπεζος Medium diacritics: εὐτράπεζος Low diacritics: ευτράπεζος Capitals: ΕΥΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: eutrápezos Transliteration B: eutrapezos Transliteration C: eftrapezos Beta Code: eu)tra/pezos

English (LSJ)

εὐτράπεζον,
A with good table, hospitable, ἀνδρῶνες A.Ag.244 (lyr.); of persons, Plu. CG19.
2 luxurious, βίος E.Fr.670.2; of men, Eriph.6; dainiy, sumptuous, ἀγορά Plu.2.667c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. dont la table est bien servie :
1 hospitalier;
2 somptueux, recherché (genre de mets, etc.);
II. bon pour le service de la table.
Étymologie: εὖ, τράπεζα.

German (Pape)

mit guten Tischen versehen, ἀνδρῶνες Aesch. Ag. 235, wie Eur. ὁρᾷς τὸν εὐτράπεζον ὡς ἡδὺς βίος, das Leben an guter Tafel, bei Ath. XIV.641c; von Menschen, die einen guten Tisch führen, nach B.A. 39 μεγαλοπρεπὴς ἐν ἑστιάσει, wie die Thessaler, Ath. IV.137d; διὰ φιλοξενίαν εὐτρ. Plut. C.Gracch. 19. – Gut für die Tafel, Xenocr.; ἡ θάλαττα παρέχει τὴν ἀγορὰν εὐτράπεζον Plut. Symp. 4.4.1.

Russian (Dvoretsky)

εὐτράπεζος:
1 хлебосольный, гостеприимный (ἀνδρῶνες Aesch.);
2 изысканный, отборный (ἀγορά Plut.);
3 роскошный (βίος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐτράπεζος: -ον, ἔχων καλὴν τράπεζαν, φιλόξενος, ἀνδρῶνες Αἰσχύλ. Ἀγ. 243· ἐπὶ προσώπων, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 19. 2) ἁβρός, ἁβροδίαιτος, τρυφηλός, βίος Εὐρ. Ἀποσπ. 672· ἐπὶ ἀνδρῶν, εὐτραπέζων Θετταλῶν ξένων τροφαὶ Ἔριφος ἐν «Πελταστῇ» 1 (Ἀθήν. 137D)· ἐπὶ ἐδεσμάτων, δαπανηρός, πολυτελής, Πλούτ. 2. 667C.

Greek Monolingual

εὐτράπεζος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει καλό τραπέζι, που κάνει μεγαλοπρεπείς εστιάσεις, ο φιλόξενος
αρχ.
1. αβροδίαιτος, μαλθακός
2. αυτός που συντελεί στην προμήθεια πολυτελών, ακριβών εδεσμάτων («ἡ θάλαττα παρέχει τὴν ἀγορὰν εὐτράπεζον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τραπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομοτράπεζος, φιλοτράπεζος].

Greek Monotonic

εὐτράπεζος: -ον (τράπεζα), φιλόξενος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εὐ-τράπεζος, ον τράπεζα
hospitable, Aesch.