ἀποσφακελίζω

From LSJ
Revision as of 12:06, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσφᾰκελίζω Medium diacritics: ἀποσφακελίζω Low diacritics: αποσφακελίζω Capitals: ΑΠΟΣΦΑΚΕΛΙΖΩ
Transliteration A: aposphakelízō Transliteration B: aposphakelizō Transliteration C: aposfakelizo Beta Code: a)posfakeli/zw

English (LSJ)

A to have one's limbs frost-bitten and mortified, ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀ. Hdt.4.28, cf. Ar.Fr.424.
II fall into convulsions, Plu.Lyc.16.

Spanish (DGE)

(ἀποσφᾰκελίζω) 1 padecer gangrena por congelación ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀποσφακελίζουσι Hdt.4.28, s. cont. en Ar.Fr.436.
2 sufrir convulsiones Plu.Lyc.16.

German (Pape)

[Seite 328] den kalten Brand, erfrorne Glieder bekommen, ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες Her. 4, 28; Plut. Lyc. 16; val. B. A. 422, wo es aus Ar. auch ἀπεσπάσθη erkl. wird.

French (Bailly abrégé)

1 se gangrener;
2 être épileptique.
Étymologie: ἀπό, σφακελίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσφᾰκελίζω:
1 заболевать сухой гангреной Her.;
2 страдать падучей болезнью Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσφᾰκελίζω: ἀποναρκοῦμαι, ἀπονεκροῦμαι ἐκ σφακέλου καὶ ἀποθνήσκω, ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀποσφακελίζουσι Ἡρόδ. 4. 28, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 369. ΙΙ. καταλαμβάνομαι ὑπὸ σφαδασμοῦ, Πλουτ. Λυκοῦργ. 16, πρβλ. σφάκελος.

Greek Monolingual

ἀποσφακελίζω (Α)
1. παθαίνω κρυοπαγήματα και απονεκρώνονται τα μέλη μου
2. καταλαμβάνομαι ή κατέχομαι από σπασμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + σφακελίζω «υποφέρω από γάγγραινα»].

Greek Monotonic

ἀποσφᾰκελίζω: μέλ. -σω·
I. πεθαίνω εξαιτίας της απονέκρωσης των μελών μου από γάγγραινα, σε Ηρόδ.
II. καταλαμβάνομαι από σφαδασμούς, σφαδάζω, σε Πλούτ.

Middle Liddell


I. to have the limbs frost-bitten, Hdt.
II. to fall into convulsions, Plut.