ἱπποκένταυρος
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
ὁ, hippocentaur, horse-centaur, half-horse half-man, Pl.Phdr.229d, X.Cyr.4.3.17: also as fem., θήλειαν ἱ. ἐποίησεν Luc.Zeux.3.
German (Pape)
[Seite 1260] ὁ, Roßkentaur, halb Pferd, halb Mensch, Plat. Phaedr. 229 d Xen. Cyr. 4, 3, 17; vgl. ἰχθυοκένταυρος; auch fem., θήλειαν ἱππ. ἐποίησεν Luc. Zeux. 31; überhaupt Hirngespinnst, Hermot. 72; Sext. Emp. oft.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
hippocentaure, moitié homme moitié cheval.
Étymologie: ἵππος, κένταυρος.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποκένταυρος: ὁ Plat., Xen., Plut., Sext., ἡ Luc. = κένταυρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκένταυρος: ὁ, κένταυρος, ἀπὸ κεφαλῆς μέχρις ὀσφύος ἄνθρωπος, κατὰ δὲ τὸ ἄλλο ἥμισυ ἵππος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἰχθυοκένταυρος, (ὃ ἴδε), Πλάτ. Φαῖδρ. 229D, Ξεν. Κύρ. 43, 17., ὡσαύτως ὡς θηλ., θήλειαν ἱπποκένταυρον ἐποίησεν Λουκ. Ζεῦξις 3.
Greek Monolingual
ἱπποκένταυρος, ὁ (Α) ο κατά το ήμισυ άνθρωπος και κατά το ήμισυ ίππος, ο κένταυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + κένταυρος].
Greek Monotonic
ἱπποκένταυρος: ὁ, κένταυρος, μυθικό πλάσμα, το οποίο ήταν μισός άνθρωπος και μισός άλογο, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἱππο-κένταυρος, ὁ,
a horse-centaur, half-horse half-man, Xen.