ξιφοδήλητος

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφοδήλητος Medium diacritics: ξιφοδήλητος Low diacritics: ξιφοδήλητος Capitals: ΞΙΦΟΔΗΛΗΤΟΣ
Transliteration A: xiphodḗlētos Transliteration B: xiphodēlētos Transliteration C: ksifodilitos Beta Code: cifodh/lhtos

English (LSJ)

ξιφοδήλητον, slain by the sword, ξ. θάνατος, ἀγῶνες, death by the sword, A.Ag.1528, Ch.729 (both anap.).

German (Pape)

[Seite 280] mit dem Schwerte getödtet; θάνατος, Tod durch's Schwert, Aesch. Ag. 1510; ἀγῶνες, Ch. 718.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait périr par l'épée.
Étymologie: ξίφος, δηλέω.

Russian (Dvoretsky)

ξῐφοδήλητος: убивающий мечом: ξ. θάνατος Aesch. смерть от меча; ξιφοδήλητοι ἀγῶνες Aesch. смертельный бой на мечах.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφοδήλητος: τον, ὁ διὰ ξίφους γινόμενος, ξ. θάνατος, ὁ διὰ ξίφους θάνατος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1528, ἀγῶνες Χο. 729.

Greek Monolingual

ξιφοδήλητος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώθηκε, που βρήκε τον θάνατο από ξίφος
2. αυτός που προέρχεται από ξίφος, που γίνεται με ξίφος («ξιφοδηλήτῳ θανάτῳ» — με θάνατο που επήλθε από ξίφος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεοδήλητος, κεντροδήλητος].

Greek Monotonic

ξῐφοδήλητος: -ον (δηλέομαι), αυτός που σκοτώνεται από ξίφος· ξιφοδήλητος θάνατος, θάνατος που συντελείται από ξίφος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ξῐφο-δήλητος, ον, δηλέομαι
slain by the sword, ξ. θάνατος death by the sword, Aesch.