στέγαρχος
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ὁ, master of the house, Hdt.1.133, Antiph.171.
German (Pape)
[Seite 932] ὁ, der Hausherr; Her. 1, 133; Antiphan. bei Poll. 10, 21, als Erklärung von σταθμοῦχος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
maître de maison.
Étymologie: στέγη, ἄρχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στέγαρχος -ου, ὁ [στέγη, ἄρχω] baas van het huis, heer der huizes.
Russian (Dvoretsky)
στέγαρχος: ὁ хозяин дома Her.
Greek Monolingual
ὁ, Α
οικοδεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέγη + -αρχος].
Greek Monotonic
στέγαρχος: ὁ (στέγη), κύριος του σπιτιού, νοικοκύρης, οικοδεσπότης, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
στέγαρχος: ὁ, οἰκοδεσπότης, Ἡρόδ. 1. 133, Ἀντιφάν. ἐν «Ὀμβρίμῳ» 1.