ἡμερολογέω
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
to count by days, τὸν χρόνον Hdt.1.47.
German (Pape)
[Seite 1166] nach Tagen zählen, τὸν χρόνον, Her. 1, 47.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
compter jour par jour, acc..
Étymologie: ἡμέρα, -λογος de λέγω³.
Russian (Dvoretsky)
ἡμερολογέω: считать по дням (τὸν χρόνον Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερολογέω: ἀριθμῶ κατὰ ἡμέρας, τὸν χρόνον Ἡρόδ. 1. 47.
Greek Monotonic
ἡμερολογέω: (λέγω), αριθμώ κατά ημέρες, σε Ηρόδ.