γραώδης

From LSJ
Revision as of 07:38, 21 April 2024 by Spiros (talk | contribs)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρᾱώδης Medium diacritics: γραώδης Low diacritics: γραώδης Capitals: ΓΡΑΩΔΗΣ
Transliteration A: graṓdēs Transliteration B: graōdēs Transliteration C: graodis Beta Code: graw/dhs

English (LSJ)

γραῶδες, = γραϊκός, typical of old women, ἀδολεσχία Chrysipp.Stoic.2.255; μυθολογία Str.1.2.3; μυθάριον Cleom.2.1, cf. Iamb.VP23, 105, 1 Ep.Ti.4.7: Comp. γραωδέστερος Gal.5.315.

Spanish (DGE)

-ες
• Alolema(s): γραιώδης Sor.67.16
1 propio de viejas, ἀδολεσχία Chrysipp.Stoic.2.255, μυθολογία Str.1.2.3, μύθοι 1Ep.Ti.4.7, μυθάριον Cleom.2.1.459, Olymp.in Grg.33.3, cf. Gal.5.315, Iambl.VP 105, Olymp.Iob 42 (p.394), Hld.4.5.3, γραώδη τινὰ καὶ χαμαίζηλον ἀπαγγελίαν Lyd.Mag.3.68
συγκρίματα ref. a los pechos de mujeres viejas, Sor.l.c.
2 adv. γραωδῶς = como viejas γραωδῶς νοεῖν Origenes Io.10.42.

German (Pape)

[Seite 506] ες, = γραϊκός, Strab. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
de vieille femme.
Étymologie: γραῦς, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραώδης -ες γραῦς ongunstig van oude vrouwen:. γραώδεις μύθους oudewijvenpraat NT Tim. 1.4.7.

Russian (Dvoretsky)

γρᾱώδης: старушечий, бабий (μῦθοι NT).

Middle Liddell

εἶδος
like an old woman, Strab., NTest.

English (Strong)

from graus (an old woman) and εἶδος; crone-like, i.e. silly: old wives'.

English (Thayer)

γραωδες (from γραῦς an old woman, and εἶδος), old-womanish, anile (A. V. old wives'): Strabo 1, p. 32 (p. 44, Sieben. edition); Galen; others.)

Greek Monolingual

-ες (AM γραώδης, -ες) γραύς
αυτός που μοιάζει με γριά ή αρμόζει σε αυτήν.

Greek Monotonic

γρᾱώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με ηλικιωμένη γυναίκα, σε Στράβ., Κ.Δ.

Greek (Liddell-Scott)

γραώδης: -ες, (εἶδος) = γραϊκός, Στράβων 16, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 23, Α’ Ἐπ. Τιμ. δ’, 7.

Chinese

原文音譯:graèdhj 格老-得士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:老婦-覺察的
字義溯源:像老婦的,無智慧的;由(γραπτός)X*=老婦人)與(εἶδος)=觀察)組成;而 (εἶδος)出自(οἶδα)*=看見)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 老婦的(1) 提前4:7