καταγηράσκω

From LSJ
Revision as of 21:50, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγηράσκω Medium diacritics: καταγηράσκω Low diacritics: καταγηράσκω Capitals: ΚΑΤΑΓΗΡΑΣΚΩ
Transliteration A: katagēráskō Transliteration B: katagēraskō Transliteration C: katagirasko Beta Code: kataghra/skw

English (LSJ)

Od.19.360 (= Hes.Op.93), E.Med.124 (anap.), Hyp.Lyc.12, Arist.HA622a26, etc.:—also καταγηράω, Pl.Criti.112c, Is.2.22 (καταγηράναι Dobree): fut. καταγηράσομαι [ᾱ] Ar.Eq.1308, etc., -άσω Pl.Lg.949c (aor. subj. in Smp.216a): aor. κατεγήρᾱσα Hdt.2.146, Pl. Tht.202d, Ath.14.633b:—from *καταγηργήραμι (cf. γηράσκω) come inf. καταγηράναι or καταγηρᾶναι (Att., acc. to Moer.p.115 P., v. supr.) Ath.5.190e, and prob. κατεγήρα Od.9.510, Hdt.6.72: pf. καταγεγήρᾱκα Isoc. 10.1:—grow old, ll. cc.; αἶψα… ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν Od.19.360; μαντευόμενος κατεγήρα Κυκλώπεσσιν 9.510, cf. Hdt.6.72.

German (Pape)

[Seite 1342] (s. γηράσκω), altern, alt werden; αἶψα γὰρ ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν Od. 19, 360; Hes. O. 93; Eur. Med. 124; καταγηράσομαι Ar. Equ. 1308; auch καταγηράσουσι, Plat. Legg. XII, 949 c; κατεγήρασαν Theaet. 202 d; als att. empfohlen καταγηρᾶναι, Ath. V, 190 e, wo noch καταγηράναι accentuirt ist; καταγεγηράκασιν Isocr. 10, 1; auch übertr., καταγηρασάντων τῶν ἀρχαίων νομίμων, veralten, bei Ath. XIV, 633 b.

French (Bailly abrégé)

f. καταγηράσομαι ou καταγηράσω, ao. κατεγήρασα, pf. καταγεγήρακα;
vieillir, devenir vieux.
Étymologie: κατά, γηράσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταγηράσκω en καταγηράω [κατά, γῆρας] ouder worden, verouderen.

Russian (Dvoretsky)

καταγηράσκω: (fut. καταγεράσω и καταγεράσομαι, aor. 1 κατεγήρᾱσα, pf. καταγεγήρακα) стареть, стариться (αἶψα ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν Hom.; τὰ φυτὰ αὐαίνεται καὶ καταγηράσκει Arst.): (οἱ ξένοι) οὐ καταγηράσκουσιν ἐν τῇ πόλει Plat. иноземцы не живут до самой старости в (чужом) государстве; θητεύων καταγηράσκει Plut. он состарился рабом.

Greek Monolingual

καταγηράσκω και καταγηρῶ, -άω (Α)
γερνάω πολύ, γίνομαι πολύ γέροςαἶψα... ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

καταγηράσκω: και -γηράω· μέλ. γηράσομαι [ᾱ] και -άσω· αόρ. αʹ -εγήρᾱσα· γίνομαι γέρος, γερνώ, Λατ. senescere, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταγηράσκω: Ὀδ. Τ. 360, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 93, Εὐριπίδ. Μήδ. 124, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 10, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 26, κτλ.·-ὡσαύτως καταγηράω, Ἡρόδ. 2. 146, Πλάτ. Κριτ. 112C, Ἰσαῖος περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρου § 27: -μέλλ. γηράσομαι ᾱ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1308, κτλ.· ἀλλὰ -άσω Πλάτ. Συμπ. 216Β, Νόμ. 949C:-ἀόρ. -εγήρᾱσα Ἡρόδ. 2. 146, Πλάτ. Θεαίτ. 202D, Δημήτρ. παρ’ Ἀθην. 633Β,-εγήρᾱνα Ἀθήν. 190Ε· (κατὰ Μοῖριν: «γηρᾶναι καὶ καταγηρᾶναι, Ἀττικῶς. γηρᾶσαι καὶ καταγηρᾶσαι Ἑλληνικῶς»)· κατεγήρα εἶναι ὡσαύτως πιθαν. τύπος ἀορίστου (ἴδε ἐν λ. γηράσκω): πρκμ. καταγεγήρᾱκα Ἰσοκρ. 208Α. Γίνομαι γέρων, «καταγεράζω», ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν Ὀδ. Τ. 360· κατεγήρα Κυκλώπεσσι, ἐγήρασε μεταξὺ αὐτῶν, Ι. 510, πρβλ. Ἡρόδ. 6. 72.

Middle Liddell

and -γηράω fut. -γηράσομαι and άσω aor1 -εγήρᾱσα
to grow old, Lat. senescere, Od., Hdt.