πόλισμα

From LSJ
Revision as of 14:38, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόλισμα Medium diacritics: πόλισμα Low diacritics: πόλισμα Capitals: ΠΟΛΙΣΜΑ
Transliteration A: pólisma Transliteration B: polisma Transliteration C: polisma Beta Code: po/lisma

English (LSJ)

-ατος, τό, buildings of a city, town, sometimes = πόλις, sometimes difft. from it; of Ecbatana, Hdt.1.98; π. Πελασγικά ib.57, cf. 6.6; of Thebes, A.Th.63, al.; of Troy, S.Ph.1424; of Athens, Id.OC1496 (lyr.), cf. Ar.Av.553, 1565; ὦ π. Κεκροπίας χθονός Men.Sam.110: pl., Call.Aet. Oxy.2080.90: in Prose, Th.1.10, 4.54; of the Acropolis, Dicaearch. Hist.72; = municipium, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 656] τό, die erbau'te Stadt, die Stadt, wie πόλις; Aesch. Spt. 63. 113; ὦ γῆς ἁπάσης Ἀσιάδος πολίσματα, Pers. 245; τὸ Τρωϊκὸν πόλισμα, Soph. Phil. 1410; auch die Bürger, wie πόλις, ὁ γὰρ ξένος σὲ καὶ πόλισμα καὶ φίλους ἐπαξιοῖ δικαίαν χάριν παρασχεῖν, O. C. 1492; Eur.; Ar. Av. 553. 1565; u. in Prosa, Her. 1, 57. 98 u. sonst, Thuc. 1, 10 u. öfter, u. Folgde. Auch eine ganze angebau'te, bewohnte Landschaft.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ville;
2 réunion des citoyens, cité.
Étymologie: πολίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόλισμα -ατος, τό [πολίζω] stad; burgerij.

Russian (Dvoretsky)

πόλισμα: ατος τό
1 город (γῆς Ἀσιάδος πολίσματα Aesch.);
2 гражданская община, граждане Her., Soph., Eur., Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

πόλισμα: τό, (πολίζω) αἱ οἰκοδομαὶ πόλεώς τινος, πόλις, (Λατ. urbs κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ civitas), ἐνίοτε = πόλις, ἄλλοτε δὲ διαφέρει αὐτοῦ, ἐπὶ τῶν Ἐκβατάνων, Ἡρόδ. 1. 98, πρβλ. 57· ἐπὶ τῶν Θηβῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 63, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς Τροίας, Σοφ. Φιλ. 1424· ἐπὶ τῶν Ἀθηνῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ., 1496· ὡσαύτως ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 553, 1565· καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Θουκ. 1. 13., 4. 54· ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως, Δικαίαρχος παρ’ Ἀθην. 594F. ΙΙ. ὁ δῆμος, Σοφ. Ο. Κ. 1496.

Greek Monolingual

το, ΝΑ πολίζω
νεοελλ.
πολίχνη
αρχ.
1. το σύνολο τών οικοδομών μιας πόλης
2. πόλη
3. η ακρόπολη τών Αθηνών.

Greek Monotonic

πόλισμα: τό (πολίζω),
I. πολιτεία, πόλη, σε Ηρόδ., Αττ.
II. κοινότητα, δήμος, σε Σοφ.

Middle Liddell

πόλισμα, ατος, τό, πολίζω
I. a city, town, Hdt., Attic
II. the community, Soph.

English (Woodhouse)

township

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

oppidum, town, 1.10.1, 1.65.3, 1.107.2. 2.30.1, 2.56.6. 2.56.63.50.3. 3.103.1. 4.52.3. 4.54.4. 4.78.6. 4.103.5. 4.109.4, 6.62.3. 6.94.3. 8.28.4.