προφωνέω

From LSJ
Revision as of 10:35, 17 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προφωνέω Medium diacritics: προφωνέω Low diacritics: προφωνέω Capitals: ΠΡΟΦΩΝΕΩ
Transliteration A: prophōnéō Transliteration B: prophōneō Transliteration C: profoneo Beta Code: profwne/w

English (LSJ)

A utter, declare beforehand, Ζηνὸς κότον A.Supp.617; πήματα, ἄλγη, Id.Ag.882, Eu.466: c. inf. fut., AP5.20 (Rufin.); utter before all, ἠχώ S.El.109 (anap.); πᾶσιν π. τόνδε ναυάρχοις λόγον gives this or der beforehand to all, A.Pers.363.
II order beforehand or before all, c. dat. et inf., καί σοι προφωνῶ τόνδε μὴ θάπτειν S.Aj.1089, cf. E.Hipp.956, El.685: without inf., ὑμῖν προφωνῶ τάδε S.OT223.

German (Pape)

[Seite 798] vorher sagen, heraussagen, bekannt machen, befehlen; πᾶσιν προφωνεῖ τόνδε ναυάρχοις λόγον, Aesch. Pers. 355; προφωνῶν τὰ τῶν πέλας κακά, Eum. 479; καί σοι προφωνῶ τόνδε μὴ θάπτειν, Soph. Ai. 1068; sp. D., wie Rufin. 32 (V, 21).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 proférer, faire entendre (un son, des paroles);
2 annoncer d'avance ; déclarer, faire connaître : τί τινι qch à qqn ; τινι avec l'inf. : ordonner à qqn de, etc.
Étymologie: πρό, φωνέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-φωνέω tevoren bekendmaken, met acc. en dat.: πήματα ἐμοὶ προφωνῶν mij tevoren onheil verkondigend Aeschl. Ag. 882. verkondigen, bevelen; met acc. en dat..; πᾶσιν ἠχὼ πᾶσι προφωνεῖν luide kreten aan allen verkondigen Soph. El. 109; προφωνεῖ τόνδε ναυάρχοις λόγον dit bevel geeft hij aan alle kapiteins Aeschl. Pers. 363; met dat. en inf.. σοι προφωνῶ τόνδε μὴ θάπτειν ik beveel je deze man niet te begraven Soph. Ai. 1089.

Russian (Dvoretsky)

προφωνέω:
1 (о звуке), издавать, испускать, (ἠχώ Soph.);
2 предвещать, возвещать (τὰ τῶν πέλας κακά Aesch.);
3 объявлять (τὸν λόγον ναυάρχοις Aesch.);
4 приказывать, велеть (τινί τι Soph.).

Greek Monotonic

προφωνέω: μέλ. -ήσω,
I. διακηρύσσω εκ των προτέρων, σε Αισχύλ.· προφωνεῖ τόνδε λόγον, δίνει αυτές τις εντολές εκ των προτέρων, στον ίδ.
II. προειδοποιώ ή ανακοινώνω δημοσίως, με δοτ. και απαρ., καί σοι προφωνῶ τόνδε μὴ θάπτειν, σε Σοφ.· με απαρ. που παραλείπεται, ὑμῖν προφωνῶ τάδε, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προφωνέω: φωνῶ, λέγωδιακηρύττω προηγουμένως, Ζηνὸς κότον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 617· πήματα, ἄλγη ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 882, Εὐμ. 466· - φωνῶ ἐνώπιον πάντων, ἠχὼ Σοφ. Ἠλ. 109· προφωνεῖ τόνδε ναυάρχοις λόγον Αἰσχύλ. Πέρσ. 363. ΙΙ. προειδοποιῶ, λέγω ἐκ τῶν προτέρων, μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., καὶ σοι προφωνῶ τόνδε μὴ θάπτειν Σοφ. Αἴ. 1089, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 956, Ἠλ. 685· ὡσαύτως παραλειπομένου τοῦ ἀπαρ., ὑμῖν προφωνῶ τάδε Σοφ. Ο. Τ. 223.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to utter beforehand, Aesch.; προφωνεῖ τόνδε λόγον gives this order beforehand, Aesch.
II. to order beforehand or publicly, c. dat. et inf., καί σοι προφωνῶ τόνδε μὴ θάπτειν Soph.; with inf. omitted, ὑμῖν προφωνῶ τάδε Soph.