συμπαραινέω

From LSJ
Revision as of 18:40, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαραινέω Medium diacritics: συμπαραινέω Low diacritics: συμπαραινέω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΙΝΕΩ
Transliteration A: symparainéō Transliteration B: symparaineō Transliteration C: symparaineo Beta Code: sumparaine/w

English (LSJ)

A join in recommending, χρηστὰ τῇ πόλει ξ. Ar.Ra. 687; καλῶς κακῶς πράσσοντι συμπαραινέσαι S.Fr.576.
2 join in approving, Ar.Av.852 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 984] (s. αἰνέω), mit, zusammen ermahnen; Soph. frg. 14; χρηστὰ τῇ πόλει ξυμπαραινεῖν, Ar. Ran. 685; Av. 852.

French (Bailly abrégé)

συμπαραινῶ :
1 conseiller en même temps;
2 approuver en même temps.
Étymologie: σύν, παραινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παραινέω, Att. ξυμπαραινέω mede aanraden of adviseren, met dat. (aan) iem.; met inf.. Aristoph. Av. 852.

Russian (Dvoretsky)

συμπαραινέω: одновременно подавать совет, советовать (τινι Soph., Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραινέω: μέλλ. -έσω, ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου παραινῶ, συμβουλεύω, χρηστὰ τῇ πόλει ξ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 687· καλῶς κακῶς πράσσοντι συμπαραινέσαι Σοφ. Ἀποσπ. 14. 2) ἀπὸ κοινοῦ ἐπιδοκιάζω, Ἀριστοφ. Ὄρν. 852.

Greek Monotonic

συμπαραινέω: μέλ. -έσω, συμβουλεύω, συνιστώ από κοινού, τί τινι, σε Αριστοφ.· επιδοκιμάζω από κοινού, τι, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. έσω
to join in recommending, τί τινι Ar.: to join in approving, τι Ar.