κατάλαλος

From LSJ
Revision as of 10:30, 23 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάλᾰλος Medium diacritics: κατάλαλος Low diacritics: κατάλαλος Capitals: ΚΑΤΑΛΑΛΟΣ
Transliteration A: katálalos Transliteration B: katalalos Transliteration C: katalalos Beta Code: kata/lalos

English (LSJ)

ὁ, slanderer, Ep. Rom.1.30, POxy.1828r.3.

German (Pape)

[Seite 1358] der Einem Böses nachredet, N.T.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
médisant, calomniateur.
Étymologie: κατά, λαλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάλαλος -ου, ὁ [κατά, λάλος] kwaadspreker.

Russian (Dvoretsky)

κατάλᾰλος:клеветник NT.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλᾰλος: ὁ, ὁ συκοφάντης, ὁ ἐναντίον τινὸς ὁμιλῶν, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. α΄, 30.

English (Strong)

from κατά and the base of λαλέω; talkative against, i.e. a slanderer: backbiter.

English (Thayer)

καταλαλου, ὁ, a defamer, evil speaker (A. V. back-biters): Hermas, sim. 6,5, 5 [ET]; also as adjective 8,7, 2 [ET]; 9,26, 7 [ET]).)

Greek Monolingual

κατάλαλος, ὁ (Α) καταλαλώ
αυτός που κατηγορεί, ο συκοφάντης.

Greek Monotonic

κατάλᾰλος: ὁ, συκοφάντης, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

κατά-λᾰλος, ὁ,
a slanderer, NTest.

Chinese

原文音譯:kat£laloj 卡他-拉羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:向下-說(者)
字義溯源:好說讒言的,造謠中傷的,誹謗人的,背後說人的;由 (κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,抵擋) 與 (ἀπολαλέω / λαλέω)*=說) 組成
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 背後說人的(1) 羅1:30