ξυλοκόπος

From LSJ
Revision as of 11:31, 25 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">, (\(\[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)\]\]\))<\/b><br>" to ", $1<br>")

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοκόπος Medium diacritics: ξυλοκόπος Low diacritics: ξυλοκόπος Capitals: ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: xylokópos Transliteration B: xylokopos Transliteration C: ksylokopos Beta Code: culoko/pos

English (LSJ)

ξυλοκόπον, (κόπτω)
A hewing, felling wood, πέλεκυς X.Cyr.6.2.36 (v.l. ξυλοτόμος).
b Subst. ξυλοκόπος, ὁ, wood-feller, LXX Jo.9.27(21), Str. 16.4.11.
2 pecking wood, of the birds κελεός and κνιπολόγος, Arist.HA593a9,14.

German (Pape)

[Seite 281] Holz hauend, schlagend, spaltend; πέλεκυς, Xen. Cyr. 6, 2, 36; Baumhacker, Specht, Arist. H. A. 8, 3 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui coupe du bois;
2 subst.ξυλοκόπος pivert (oiseau « qui entaille le bois »).
Étymologie: ξύλον, κόπτω.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλοκόπος:
I рубящий или колющий дрова (πέλεκυς Xen.).
II ὁ зоол. дятел Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοκόπος: -ον, (κόπτω) ὁ κόπτων ξύλα, πέλεκυς Ξεν. Κύρ. 6. 2, 36, ἔνθα ἕτεροι ξυλοτόμος. 2) ὁ κτυπῶν τὸ ξύλον, ἐπὶ τοῦ πτηνοῦ κολεοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8.

Greek Monolingual

-ο (Α ξυλοκόπος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που κόβει ξύλα, ιδίως από το δάσος («ἐνταῡθα δ' ἐφεστῶτες ξυλοκόποι κατακόπτουσι», Στράβ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. η σφήκα ξυλοκόπη
αρχ.
(για τα πτηνά κελεός και κνιπολόγος) αυτός που χτυπά το ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. λιθοκόπος.

Greek Monotonic

ξῠλοκόπος: -ον (κόπτω), αυτός που πελεκάει ή κόβει ξύλα, δρυοκολάπτης, ξυλοφάγος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ξῠλοκόπος, ον, κόπτω
hewing or felling wood, Xen.