πεπασμός

From LSJ
Revision as of 09:53, 29 November 2023 by Spiros (talk | contribs)

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπασμός Medium diacritics: πεπασμός Low diacritics: πεπασμός Capitals: ΠΕΠΑΣΜΟΣ
Transliteration A: pepasmós Transliteration B: pepasmos Transliteration C: pepasmos Beta Code: pepasmo/s

English (LSJ)

ὁ,
A = πέπανσις: in Medic., concoction of sputum or urine, Hp.Epid.1.2, 3.10 (pl.); πεπασμοὶ σπέρματος Aret.CD1.4.
2 suppuration, Hp.Epid.3.4.

German (Pape)

[Seite 559] ὁ, = πέπανσις, Galen.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 c. πέπανσις;
2 suppuration.
Étymologie: πεπαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

πεπασμός: ὁ, = πέπανσις˙ παρ’ Ἰατρ. ἡ τῶν χυμῶν πέψις, Λατ. concoctio, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αʹ, 940, πρβλ. 1086˙ - ὡσαύτως ἐμπύησις, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Γʹ, 1083.

Greek Monolingual

ὁ, Α πεπαίνω
1. πέπανσις
2. ιατρ. α) (για το φλέγμα ή για τα ούρα) μείωση της δριμύτητας, μαλάκωμα
β) εμπύηση.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεπασμός -οῦ, ὁ [πεπαίνω] geneesk., rijping, kloddervorming (van speeksel, urine of etter).

Translations

ripening

Chinese Mandarin: 成熟; Czech: zrání; Finnish: kypsyminen; French: maturité; German: Reifung; Greek: ωρίμαση, ωρίμανση; Ancient Greek: ἔκπεψις, ἅδρησις, ἅδρυνσις, παλαίωσις, πέπανσις, πεπασμός, πέψις; Irish: aibeachan, fionnadh; Japanese: 熟成; Polish: dojrzewanie; Russian: созревание; Telugu: పండించుట; Ukrainian: дозрівання, визрівання, достигання