ἀνακροτέω
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
lift up and strike together, τὼ χεῖρ' ἀνεκρότησ' ὑφ' ἡδονῆς Ar.Pl.739; ἀνακροτήσας τὰς χεῖρας Aeschin.2.226; ταῖς χερσὶν ὑφ' ἡδονῆς Plu.Mar.44: abs., οἱ δ' ἀνεκρότησαν applauded vehemently, Ar.Eq.651, V.1314, cf. J.AJ12.4.9, Alciphr.1.39: aor. part. ἀνακορτήσασα cj. in Hexam. ap. Diogenian.3.67.
Spanish (DGE)
entrechocar (las manos para aplaudir) ἐγὼ δὲ τὼ χείρ' ἀνεκρότησ' ὑφ' ἡδονής Ar.Pl.739, cf. Aeschin.2.42
•de ahí aplaudir ταῖς χερσὶν ὑφ' ἡδονῆς ἀνακροτῆσαι Plu.Mar.44, abs. οἱ δ' ἀνεκρότησαν Ar.Eq.651, cf. V.1314, πάντας ἐκέλευσεν ἀνακροτῆσαι I.AI 12.214, cf. Luc.Asin.36, Alciphr.4.14.6.
German (Pape)
[Seite 193] Beifall klatschen, Ar. Equ. 649 Vesp. 1314; auch mit dem acc., τὼ χεῖρε Pl. 739, mit den aufgehobenen Händen, wie τὰς χεῖρας, Aesch. 2, 42.
French (Bailly abrégé)
ἀνακροτῶ :
poét. ἀγκροτέω;
battre des mains, applaudir.
Étymologie: ἀνά, κροτέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακροτέω: (тж. ἀ. τὼ χεῖρε Arph., τὰς χεῖρας Aeschin. и ταῖς χερσίν Plut.) хлопать в ладоши, рукоплескать Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακροτέω: ἀνατείνω πρὸς τὰ ἄνω τὰς χεῖρας καὶ συγκρούω αὐτάς, τὼ χεῖρ’ ἀνεκρότησ’ ὑφ’ ἡδονῆς, Ἀριστοφ. Πλ. 739· ἀνακροτήσας τὰς χεῖρας Αἰσχίν. 33. 36: ἀπολ., οἱ δ’ ἀνεκρόντησαν, ζωηρῶς ἐπευφήμησαν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 651, Σφ. 1314. - Περὶ ποιητικοῦ τινος ἀνακορτέω ἴδε ἐν λ. κροτέω καὶ πρβλ. ἐγκροτέω.
Greek Monotonic
ἀνακροτέω: μέλ. -ήσω, σηκώνω και χτυπώ μαζί, τὼ χεῖρε, σε Αριστοφ.· τὰς χεῖρας, σε Αισχίν.· απόλ., επευφημώ ζωηρά, με ενθουσιασμό, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
to lift up and strike together, τὼ χεῖρε Ar.; τὰς χεῖρας Aeschin.: absol. to applaud vehemently, Ar.