συσσιτέω
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
mess with, τινι Ar.Eq.1325 (anap.), Lys.13.79, Thphr. Char.10.3, etc.; μετ' ἀλλήλων Arist.Pol.1317b38:—Med., σ. ἀλλήλοις Philostr.Her.2.3: abs. in plural, mess together, συσσιτοῦμεν.. ἐγώ τε καὶ Μελησίας Pl.La.179b, cf. Smp.219e, D.19.191.
French (Bailly abrégé)
συσσιτῶ :
manger avec;
Moy. συσσιτέομαι, συσσιτοῦμαι m. sign.
Étymologie: σύσσιτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συσσῑτέω Att. ook ξυσσῑτέω [σύσσιτος] milit. gezamenlijk de maaltijd gebruiken.
German (Pape)
[ῑ], zusammen speisen, essen, τινί, Ar. Eq. 1322; Lys. 13.79; Plat. συσσιτοῦμεν ἐγώ τε καὶ μελησίας ὅδε, Lach. 179b, und öfter; Din. 2.9 und Folgde.
Russian (Dvoretsky)
συσσῑτέω: есть вместе, питаться за общим столом (τινι Lys., Arph.; μετά τινος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
συσσῑτέω: σιτοῦμαι, τρέφομαι ὁμοῦ, συνδιαιτῶμαι, συνεσθίω, συντρώγω, τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 1325, Λυσί. 137. 18, κτλ.· μετ’ ἀλλήλων Ἀριστ. Πολιτικ. 9. 2, 7· οὕτως ἐν τῷ μέσ., σ. ἀλλήλοις Φιλόστρ. 675· - ἀπολ., ἐν τῷ πληθ., συσσιτοῦμεν... ἐγώ τε καὶ Μελησίας Πλάτ. Λάχ. 179, πρβλ. Συμπ. 219Ε, Δημ. 401. 1.
Greek Monotonic
συσσῑτέω: μέλ. -ήσω, σιτίζομαι, τρέφομαι από κοινού, συντρώγω, συνδιαιτώμαι, τινί, σε Αριστοφ.· απόλ., στον πληθ., τρέφομαι από κοινού, σε Πλάτ., Δημ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to mess with, τινί Ar.:—absol. in plural to mess together, Plat., Dem.