συνδυστυχέω
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
share in misfortune, E., Or.1099, Is.6.1.
German (Pape)
[Seite 1009] mit oder zugleich unglücklich sein; Eur. Or. 1099; Is. 6, 1.
French (Bailly abrégé)
συνδυστυχῶ :
être malheureux ensemble ou en même temps, partager l'infortune.
Étymologie: σύν, δυστυχέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-δυστυχέω delen in een ongelukkig lot:. ἐς κοινοὺς λόγους ἔλθωμεν, ὡς ἂν Μενέλεως συνδυστυχῇ (aangezien wij ten dode zijn opgeschreven,) laten we beraadslagen om te zien hoe Menelaus ons ongelukkig lot kan delen Eur. Or. 1099.
Russian (Dvoretsky)
συνδυστῠχέω: быть столь же несчастным, быть постигнутым тем же бедствием Eur., Isae.
Greek Monotonic
συνδυστῠχέω: μέλ. -ήσω, έχω μερίδιο στη δυστυχία κάποιου, δυστυχώ, υποφέρω από κοινού με κάποιον, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συνδυστῠχέω: μετέχω τῆς δυστυχίας τινός, δυστυχῶ μετ’ αὐτοῦ, Εὐρ. Ὀρ. 1099, Ἰσαῖ. 57. 17.
Middle Liddell
fut. ήσω
to share in misfortune, Eur.