ἀναλικμάω
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
winnow out, of grain, v.l. in Pl.Ti.52e.
German (Pape)
[Seite 196] aufschwingen, ausworfeln, vom Getreide, σειόμενα καὶ ἀναλικμώμενα Plat. Tim. 52 e, wo mehrere codd. ἀναλικνώμενα, andere ἀνικμώμενα haben.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλικμάω: v.l. ἀναλικνάω провеивать (сквозь сито) Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλικμάω: ἀποχωρίζω τὰ ἄχυρα ἐκ τοῦ σίτου διὰ λικμήσεως, «λιχνίζω», Πλάτ. Τίμ. 52E.