περιπορεύομαι

Revision as of 07:38, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A travel, go about, Pl.Lg.716a, Ceb.7; κατ' οὐρανόν Iamb.Protr.13; walk about, IG42(1).123.125 (Epid.).
II c. acc. loci, go round, τὰ ἱερά Arist. Oec.1353b20; τὰς πόλεις, τοὺς ναούς, etc., Plb.3.7.3,9.6.3, etc.; τὴν πόλιν κύκλῳ Id.4.54.4; τὰς οἰκίας τῶν συγκλητικῶν D.S.40.1, cf. Corn.ND17.

German (Pape)

[Seite 589] herumreisen, umhergehen; Plat. Legg. IV, 716 a; τὴν πόλιν κύκλῳ, Pol. 4, 54, 4; – bereisen, τὰς πόλεις, 3, 7, 3, vgl. 10, 4, 4.

French (Bailly abrégé)

aller autour, faire le tour de, acc..
Étymologie: περί, πορεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-πορεύομαι rondtrekken.

Russian (Dvoretsky)

περιπορεύομαι:
1 ходить всюду, странствовать, блуждать Plat.;
2 обходить, объезжать (τοὺς ναούς, τὴν πόλιν κύκλῳ Polyb.).

Greek Monolingual

Α
1. πορεύομαι, ταξιδεύω γύρω από έναν τόπο
2. (για ουράνιο σώμα) περιστρέφομαι («ὁ ἥλιος περιπορεύεται τὸν ζῳδιακὸν κύκλον», Γέμιν.)
3. περπατώ, βαδίζω γύρω από έναν τόπο
4. (με αιτ. του τόπου) περιέρχομαι («περιπορευόμενοι τὴν πόλιν», Πολ.).

Greek Monotonic

περιπορεύομαι: μέλ. -σομαι, αποθ., ταξιδεύω ή περιοδεύω σ' ένα μέρος, με αιτ., σε Πολύβ.

Greek (Liddell-Scott)

περιπορεύομαι: ἀποθ., περιοδεύω, Πλάτ. Νόμ. 716Α. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, περιέρχομαι, τὰ ἱερὰ Ἀριστ. Οἰκ. 2. 41· τὰς πόλεις, τοὺς ναούς, κτλ. Πολύβ. 3. 7, 3., 9. 6, 3· τὴν πόλιν κύκλῳ ὁ αὐτ. 4. 54, 4, κτλ.

Middle Liddell

fut. σομαι
Dep. to travel or go about a place, c. acc., Polyb.