σφῦρα

From LSJ
Revision as of 11:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφῦρᾰ Medium diacritics: σφῦρα Low diacritics: σφύρα Capitals: ΣΦΥΡΑ
Transliteration A: sphŷra Transliteration B: sphyra Transliteration C: sfyra Beta Code: sfu=ra

English (LSJ)

ἡ,

   A hammer, Od.3.434, A.Fr.307, Hdt.1.68, Cratin.87(hex.), Arist.GA789b11.    2 beetle, mallet, for breaking clods of earth, Hes.Op.425, Ar.Pax 566.    II balk between the furrows of ploughed land, Poll.7.145.    2 a land measure, IG9(1).61.39 (Daulis, ii A.D.), Hsch. s.v. ὁμόσφυρος.    III a fish, = κέστρα, Id.

German (Pape)

[Seite 1052] ἡ, 1) der Hammer, Od. 3, 434, als Werkzeug des Schmiedes. – 2) ein Werkzeug des Ackerbaues, Schlägel, Hacke, die Erdklöße zu zermalmen, Hes. O. 257, Ar. Pax 558, ᾗ βωλοκοποῦσι, Schol. Scheint mit σφαῖρα verwandt, wegen der rundlichen Gestalt des Hammers. – [Υ ist bei den ältesten Dichtern immer lang, Od. 3, 434 bei Wolf falsch σφύραν accentuirt; Jacobs A. P. p. XL zu Philp. 15 (VI, 103) nimmt die letzte Sylbe für ursprünglich lang und will σφύρα schreiben, doch findet sich dafür kein sicheres Beispiel; E. M. p. 823, 20 paßt nicht hierher.]

Greek (Liddell-Scott)

σφῦρᾰ: ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «σφυρί», Ὀδ. Γ. 434, Ἡρόδ. 1. 68, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 297, Κρατῖν. ἐν «Κλεοβουλίνῃ» 3· ἡ σφῦρα καὶ ὁ ἄκμων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 12. 2) ἐργαλεῖον γεωργικόν, δι’ οὗ συνέτριβον τοὺς βώλους τῆς γῆς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 423, Ἀριστοφ. Εἰρ. 566. ΙΙ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 145 (κατὰ τὸν Δινδ.) ἡ ῥάχις ἡ μεταξὺ τῶν αὐλάκων τῆς ἀροθείσης γῆς, «σφῦρα δὲ τὸ μεταξὺ ἀρηρομένων ἀνέχον», Λατ. porca. 3) μέτρον γῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1732a. 39. ΙΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ὁ γνωστὸς ἰχθὺς «σφυρίδα», = σφύραινα, Ἡσύχ. [Παρὰ τοῖς ἀρχαιοτάτοις καὶ δοκιμωτάτοις ποιηταῖς τὸ υ εἶναι μακρόν· παρὰ δὲ Κρατίνῳ καὶ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὡς καὶ ἐν Ἀνθ. Π. 6. 61, ἡ λήγουσα εἶναι βραχεῖα· ὥστε ὁ τονισμὸς σφῦρα εἶναι βέβαιος ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τῆς μαρτυρίας τοῦ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 17, Ἀρκαδ. 96].