ἐξανύω
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
Att. ἐξανύτω [ῠ], fut. -ύσω [ῠ] (v. infr.), but Ep. fut.
A -ύω Il.11.365: pf. inf. ἐξηνῡκέναι Critias 16.14:—accomplish, make effectual, Θέτιδος δ' ἐξήνυσε βουλάς Il.8.370; θεῶν θέσμι' ἐξήνυσε S.Aj.712 (lyr.); ἔμελλες ἐξανύσειν κακὰν μοῖραν ib.926 (lyr., -ύσσειν cod. Med.); τί μοι ἐξανύσεις χρέος; Id.OT156 (lyr.); πάθεα E.Ion1066 (lyr.); λειτουργίαν POxy.904.8 (v A. D.):—Med., accomplish or finish for oneself, κακῶν μῆχος E.Andr.536 (lyr.); τέκνοις τάφον Id.Supp.285 (dact.). 2 finish, dispatch, i. e. kill, ἦ θήν σ' ἐξανύω (fut.) Il.11.365; κενταυροπληθῆ πόλεμον E.HF1273. b conquer, ἔθνη App.Ill.15. 3 of Time and Distance, bring to an end, finish, accomplish, βίοτον S.Tr.1022 (dact.); ἁμέραν τάνδε E.Med.649 (lyr.); δρόμον, ἴχνος, πόρον, Id.Ph. 163 (lyr.), Tr.232 (lyr.), IT897 (anap.): abs. (like ἀνύω 1.6). finish one's way to a place, arrive at it, ἐς or ἐπὶ .., Hdt.6.139,7.183: also c. acc. loci, ἐξανύσαι τὰν νεκρῶν πλάκα (Vauvill. for ἐκτανύσαι) S.OC 1562; πόλον ἐξανύσας E.Or.1685 (anap.). 4 c. inf., manage to do, ἐ. κρατεῖν Id.Hipp.400. 5 Med., obtain, borrow, τι παρά τινος Id.Ba.131 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 870] (s. ἀνύω), 1) vollenden, ausführen; Θέτιδος δ' ἐξήνυσε βουλάς Il. 8, 370; τί μοι ἐξανύσεις χρέος Soph. O. R. 157; θεῶν πάνθυτα θέσμι' ἐξήνυσε Ai. 699, Schol. ἐξεπλήρωσε; μοῖραν πόνων ἐξανύσειν [mit langem υ, wie es scheint], 909; ἄστρων πόλον Eur. Or. 1685; sp. D. Auch im med., ἐξανύσασθαι τάφον τέκνοις, ein Grab erlangen, Eur. Suppl. 297, vgl. Bacch. 131. Wie Eur. sagt ταχύπουν ἴχνος ἐξανύων, Tr. 232, u. δρόμον, Phoen. 164, so wird mit Weglassung des acc. gesagt ἐξανύουσι τῆς Μαγνησίης χώρης ἐπὶ Σηπιάδα, gehen nach Sep., Her. 7, 183; ἐπεὰν αὐτήμερον νηῦς ἐξανύσῃ ἐκ τῆς ὑμετέρης εἰς τὴν ἡμετέρην 6, 139. – 2) von lebenden Wesen, tödten; Il. 11, 365. 20, 452; λέοντας Eur. Herc. Fur. 1273; in Prosa, Ann. Illyr. 15 B. Civ. 2, 73.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰνύω: Ἀττ. -ανύτω: μέλλ. -ύσω ῠ, ἐκτελῶ, ἐκπληρῶ, Λατ. conficere, Θέτιδος δ’ ἐξήνυσε βουλάς, «ἐτέλεσεν, ἐκπλήρωσε» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 370· θεῶν θέσμι’ ἐξήνυσε Σοφ. Αἴ. 712· ἔμελλες ἐξανύσειν κακὰν μοῖραν αὐτόθι 926· τί μοι ἐξανύσεις χρέος ὁ αὐτ. Ο. Τ. 156· πάθεα Εὐρ. Ἴων 1066: - Μέσ., ἐπιτελῶ τι, τί δ’ ἐγὼ κακῶν μῆχος ἐξανύσωμαι; ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 536· τέκνοις τάφον ὁ αὐτ. Ἱκ. 285. 2) τελειώνω, ἀποτελειώνω, δηλ. φονεύω, Λατ. conficere, ἦ θήν σ’ ἐξανύω γε καὶ ὕστερον ἀντιβολήσας, «ὄντως δή δε καὶ μετὰ ταῦτα ἀπαντήσας κατεργάσομαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 365, Υ. 452· πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1273. 3) ἐπὶ χρόνου καὶ ἀποστάσεως, φέρω εἰς πέρας, τελειώνω, ἁμέραν τάνδε ἐξανύσασα Εὐρ. Μήδ. 649· δρόμον, ἴχνος, πόρον ἐξ. ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 164, Τρῳ. 232, Ι. Τ. 897: - ἀπόλ. (ὡς τὸ ἀνύω Ι. 3), τελειώνω τὴν ὁδόν μου πρός τινα τόπον, φθάνω εἰς αὐτόν, ἐς ἢ ἐπὶ τόπον Ἡρόδ. 6. 139., 7. 183· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. τόπου, ἐξανύσαι τάν... νεκρῶν πλάκα (οὕτως ὁ Vauvill ἀντὶ ἐκτανύσαι) Σοφ. Ο. Κ. 1562· πόλον ἐξανύσας Εὐρ. Ὀρ. 1685· καθιστῶ, λαθίπονον δ’ ὀδυνᾶν οὔτ’ ἔνδοθεν οὔτε θύραθεν ἔστι μοι ἐξανύσαι Σοφ. Τραχ. 1023. 4) μετ’ ἀπαρ., κατορθώνω νὰ κάμνω τι, Λατ. efficere ut..., ἐπειδὴ τοῖσιν οὐκ ἐξήνυτον Κύπριν κρατῆσαι, κατθανεῖν ἔδοξέ μοι κράτιστον Εὐρ. Ἱππ. 400. 5) Μέσ., λαμβάνω τι παρά τινος, παρά... ματέρος ἐξανύσαντο θεᾶς ὁ αὐτ. Βάκχ. 131, πρβλ. ἀνύω 1. 7.