Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χειμέριος

From LSJ
Revision as of 11:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμέριος Medium diacritics: χειμέριος Low diacritics: χειμέριος Capitals: ΧΕΙΜΕΡΙΟΣ
Transliteration A: cheimérios Transliteration B: cheimerios Transliteration C: cheimerios Beta Code: xeime/rios

English (LSJ)

α, ον, Il.2.294, Pi.O.6.100; also ος, ον S.Ph.1194 (lyr.), Th.3.22:—

   A wintry, stormy, ἄελλαι Il. l.c.; νιφάδες 3.222: ὕδωρ 23.420; ὄμβρος Hes.Sc.478, Pi.P.6.10, E.Hel.1481 (lyr., nowhere else in E., never in A.); νότος S. Ant.335 (lyr.); ἄνεμοι Democr.14; ὥρη χειμερίη the wintry or stormy season, Od.5.485, Hes.Op.494; ἦμαρ χ. Il.12.279, Hes.Op.524, 565 (pl.); νύξ Emp.84.2, Pi.O.6.100; νὺξ χ. ὕδατι καὶ ἀνέμῳ Th. l.c.; χ. πῦρ Pi.P.4.266; οἱ χειμεριώτατοι μῆνες the most wintry months, Hdt.2.68; τὰς χειμεριωτάτας [ἡμέρας] Arist.HA599a24; so χ. κατὰ μῆνα Simon.12; ἦρ χ. a stormy, cold spring, Hp.Aër.10; ἀκτὰ κυματοπλὴξ χειμερία a shore stricken by the wintry waves, S.OC1241 (lyr.); neut. pl. as Adv., χειμέρια βροντᾷ Ar.Fr.46; ἐν χειμερίοις in cold places, opp. to ἐν ἀλεεινοῖς, Arist.HA613b2; ἐὰν ἴδωσι . . χειμέρια stormy weather, ib.614b21; χ. αἱ σύνοδοι τῶν μηνῶν μᾶλλον ἢ αἱ μεσότητες Id.GA738a21. Adv. ίως in wintry fashion, Hp.Epid.4.7.    2 metaph., χ. λύπα raging pain, S.Ph.1194 (lyr.); χ. τὰ πράγματα, punningly, Ar.Ach.1141.—Correct writers use χειμέριος = wintry, stormy, χειμερινός (opp. θερινός) = in winter-time, in the winter season, but later authors neglected this distinction, χειμερίῃσι (sc. ὥραις) Nic.Al.623; χειμέριοι τροπαί App.BC2.48, 52.

German (Pape)

[Seite 1343] bei den Att. auch 2 Endgn, den Winter betreffend, im Winter, winterlich; ἄελλαι, Winterstürme, Il. 3, 294; ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν 3, 222, vgl. 12, 279; ὕδωρ 23, 420; Hes.; ὄμβρος Pind. P. 6, 10; dah. stürmisch, regnig, frostig, kalt; ὥρη χειμερίη, die Winterzeit, Od. 5, 485; Hes. O. 496; ἦμαρ χειμέριον 526. 567; auch allein, χειμερίῃσιν, sc. ὥραις, zur Winterzeit, Nic. Al. 544; νύξ Pind. Ol. 6, 100; πῦρ P. 4, 266; ζόφος I. 2, 36; χειμερίῳ νότῳ Soph. Ant. 335; ὄμβρος Eur. Hel. 1497; Her. hat den superl., οἱ χειμεριώτατοι μῆνες, 2, 68; χειμέριος νύξ Thuc. 3, 22, eine stürmische Nacht. – Uebertr. vom Unglück, χειμερίῳ λύπᾳ Soph. Phil. 1179; χειμέρια πράγματα Ar. Ach. 1106, mit Doppelsinn. – Die genauern Prosaiker brauchen χειμέριος von dem, was in der Art des Winters ist, winterlich, χειμερινός von dem, was zur Zeit des Winters geschieht, vgl. Lob. Phryn. 52.

Greek (Liddell-Scott)

χειμέριος: -α, -ον, Ὅμ. καὶ Πίνδ., παρὰ δὲ τοῖς Ἀττικ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ος, ον, Σοφ. Φιλ. 1194, Θουκ. 3. 22· ὁ εἰς τὸν χειμῶνα ἀνήκων, χειμωνικός, «χειμωνιάτικος», θυελλώδης, ἄελλαι Ἰλ. Β. 294· νιφάδες Γ. 222· ὕδωρ Ψ. 420· ὄμβρος Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 478, Πινδ. Π. 6. 10, Εὐρ. Ἑλ. 1418 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρ’ Εὐρ. καὶ οὐδέποτε παρ’ Αἰσχύλῳ)· νότος Σοφ. Ἀντιγ. 335· ὥρη χειμερίη, ἡ ἐποχὴ τῶν θυελλῶν ἢ τῶν καταιγίδων καὶ τρικυμιῶν, Ὀδ. Ε. 485, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 492· ἦμαρ χ. Ἰλ. Μ. 279, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 522, 563· νὺξ Ἐμπεδ. 221, Πινδ. Ο. 6. 171, Θουκ. κλπ· χ. πῦρ Πινδ. Π. 4. 473· οἱ χειμεριώτατοι μῆνες, οἱ θυελλωδέστατοι, τρικυμιωδέστατοι, Ἡρόδ. 2. 68· τὰς χειμεριωτάτας [ἡμέρας] Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 14, 1· οὕτω, χ. κατὰ μῆνα Σιμωνίδ. 14· ἦρ χ., τρικυμιῶδες, ψυχρὸν ἔαρ, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 287· χ. νὺξ, θυελλώδης νὺξ (ἐν ὥρα θέρους), Πινδ. Ο. 6. 171· ἀκτὰ χειμερία κυματοπλήξ, ἀκτὴ πληττομένη ὑπὸ τῶν τρικυμιωδῶν κυμάτων, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1241· χειμέρια βροντᾷ, ὡς ἐπίρρ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 142· ἐν χειμερίοις, ἐν ψυχροῖς τόποις, ἀντίθετον τῷ ἐν ἀλεεινοῖς, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 11· ἢν ἴδωσι .. χειμέρια, θυελλώδη καιρὸν, αὐτόθι 9. 10, 1· χ. αἱ σύνοδοι τῶν μηνῶν μᾶλλον ἢ αἱ μεσότητες ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 9. 2) μεταφορ., χ. λύπη, ὑπερβάλλουσα λύπη, ὀδύνη, πόνος, ὑπερβολικὸς, Σοφ. Φιλ. 1194· χ. τὰ πράγματα, μετὰ παιδιᾶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1141. - Παρὰ τοῖς δοκίμοις τὸ μὲν χειμέριος = θυελλώδης, τρικυμιώδης, τὸ δὲ χειμερινὸς (ἀντίθετον τῷ θερινὸς) = ὁ γινόμενος κατὰ τὴν ὥραν τοῦ χειμῶνος, ὥς τὰ μνημονευθέντα παραδείγματα δεικνύουσι. Μεταγενέστεροι ὅμως συγγραφεῖς ἠμέλησαν τῆς τοιάυτης διακρίσεως, οἷον χειμερίῃσι (δηλ. ὥραις) Νικ. Ἀλεξιφ. 544· ὁ Ἀππ. ἐν τοῖς Ἐμφυλ. 2. 48 καὶ 52 γράφει χειμέριοι τροπαὶ, πρβλ. χειμερινὸς 2· - ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 52.