εὐχέρεια

From LSJ
Revision as of 09:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχέρεια Medium diacritics: εὐχέρεια Low diacritics: ευχέρεια Capitals: ΕΥΧΕΡΕΙΑ
Transliteration A: euchéreia Transliteration B: euchereia Transliteration C: efchereia Beta Code: eu)xe/reia

English (LSJ)

ἡ,

   A tolerance of or indifference to evil, μὴ ἡμῖν πολλὴν εὐχέρειαν ἐντίκτωσι τοῖς νέοις πονηρίας Pl.R.392a; licentiousness, A. Eu.494 (lyr.); ἡ τῆς πράξεως εὐ. Aeschin.1.124; unscrupulous conduct, ἡ πρὸς τὸν δῆμον εὐ. Plu. Demetr.11; looseness, περὶ τὰς γυναῖκας, περὶ τοὺς ὅρκους, Id.Lyc.15, Lys.8; recklessness, πρὸς τὸν ὅρκον εὐ. καὶ ταχύτης Id.2.271c; hastiness, Ph.2.276; πρὸς ὀργήν Luc. Prom.9; of a historian, irresponsibility, εὐ. καὶ τόλμα καὶ ῥᾳδιουργία Plb.12.25e.2, cf. 16.18.3; εἰκαιότης καὶ εὐ. Ph.1.193; of an artist, uncritical facility, ἐν τῷ ποιεῖν εὐ. καὶ ταχύτης Plu.Per.13.    II indifference to danger or hardship: hence, coolness, fortitude, ἀνδρεία καὶ εὐ. (ironical) Pl.R.426d; εὐκολία καὶ εὐ. Id.Lg.942d, cf. Alc.1.122c; περὶ τὰς κυνηγίας εὐ. καὶ τόλμα Plb.22.3.8; cf. εὐχειρία.    III ease, agreeableness, κατὰ τὴν προφοράν Phld.Po.994.; comfort, ὁδὸς πρὸς εὐχέρειαν ὡδοποιημένη OGI175.9 (Egypt, ii B.C.); περὶ τὰς δυστοκίας τῶν γυναικῶν τῇ εὐχερείᾳ . . βοηθεῖν to minister to the comfort (or promote the fortitude) of women... Arist. HA587a11 (cf. εὐχερής 11).    IV dexterity, skill, εὐ. Πραξιτέλους Luc. Am.11 (nisi leg. εὐχειρία).

German (Pape)

[Seite 1108] ἡ, Leichtigkeit in der Handhabung, in der Behandlung einer Person od. Sache, Arist. H. A. 7, 10; ἡ ἐν τῷ ποιεῖν εὐχ. Plut. Pericl. 13, mit ταχυτής verbunden; τοῦ Πραξιτέλους, kunstgeübte Hand, Luc. amor. 11; Beweglichkeit des Körpers, καὶ εὐκολία Plat. Legg. XII, 942 b, u. in derselben Vrbdg = Umgänglichkeit Alc. I, 122 c. – Geneigtheit, Bereitwilligkeit, Plat. Rep. IV, 426 d; im schlimmen Sinne, τῆς πονηρίας, Hang zur Schlechtigkeit, III, 391 e; πρὸς ὀργήν Luc. Prom. 9; dah. neben βωμολοχία, Plut. Nic. 3; Leichtsinn, Nachlässigkeit, περὶ τοὺς ὅρκους Lyc. 8; περὶ τὰς γυναῖκας, zu große Nachgiebigkeit, 15; εὐχέρεια πρὸς τὸν δῆμον Demetr. 11, von einem Geschichtschreiber, der unzuverlässige u. falsche Berichte giebt, Pol. 16, 18, 3; a. Sp.; Muthwille, Frevel, Aesch. Eum. 471; – die Leichtigkeit, mit der sich Etwas behandeln läßt, τῆς πράξεως Aesch. 1, 124; καὶ κουφότης Plut. Alex. 71.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχέρεια: ἡ, = εὐχειρία, δεξιότης, Πλάτ. Πολ. 426D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 1· εὐκολία καὶ εὐχ. Πλάτ. Νόμ. 942D. πρβλ. Ἀλκ. 1. 122C· ἐπὶ τεχνίτου, Πλουτ. Περικλ. 13· εὐχ. Πραξιτέλους Λουκ. Ἔρωτ. 11· πρβλ. εὔχειρ. ΙΙ. ἑτοιμότης, κλίσις, διάθεσις πρός τι, εὐχ. πονηρίας, ῥοπὴ εἰς τὸ κακόν, ἠθικὴ παράλυσις, Πλάτ. Πολ. 391Ε· πρὸς ὀργὴν Λουκ. Προμ. 9, πρβλ. Πλούτ. 2. 271Β. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, θρασύτης, ὑβριστικὸς τρόπος, ἰταμότης, Αἰσχύλ. Εὐμ. 495· ἡ τῆς πράξεως εὐχ. Αἰσχίν. 17. 33· ἐπὶ ἱστοριογράφου εὐχερῶς γράφοντος ψευδῆ καὶ τερατώδη πράγματα, Πολύβ. 16. 18, 3· ἀκόλαστοςἀτάσθαλος διαγωγή, ἡ πρὸς τὸν δῆμον εὐχ. Πλουτ. Δημήτρ. 11· περὶ τὰς γυναῖκας, περὶ τοὺς ὅρκους ὁ αὐτ. ἐν Λυκ. 15, ἐν Λυσ. 8. πρβλ. ῥᾳδιουργία. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐχέρεια· κουφότης».