παρασημαίνω

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

German (Pape)

[Seite 497] 1) daneben, an der Seite bezeichnen, Arist. top. 1, 12 rhet. 2, 22 u. Sp.; – im med. für sich bezeichnen, sich anmerken, beobachten, Pol. 16, 22, 1; aus einen Zeichen abnehmen, einsehen, ἐξ ὧν καὶ παρασημήναιτ' ἄν τις τὴν κατάπληξιν, 3, 90, 14; – besiegeln; nach Moeris ist παρασημαίνεσθαι att. für das hellenistische παρασφραγίζεσθαι; so nur im med., τὰ σεσημασμένα παρασημηνάσθω, Plat. Legg. XII, 954 b, neben das vorhandene Siegel ein anderes drücken; παρασημήνασθαι τὰς διαθήκας, von den Zeugen, die ihr Siegel beidrücken, Dem. 28, 5; τὰ σημεῖα ἐᾶν τῶν οἰκημάτων, ἃ παρεσημηνάμην, 42, 2, u. oft. – 2) ein Zeichen od. Siegel, auch Geld verfälschen, falsches Geld schlagen, ἀργύριον παρασεσημασμένον, Poll. 3, 86; auch von einem falsch gebildeten od. gebrauchten Worte, Gramm.

Greek Monolingual

κυρίως το μέσ. παρασημαίνομαι ΝΜΑ
βάζω ψευδές σήμα, παραχαράσσω, παραποιώ
νεοελλ.-μσν.
φανερώνω με σημεία, συμβολίζω
νεοελλ.
μέσ. παρασημαίνομαι
μαθαίνω κάτι με σήματα ή σύμβολα
αρχ.
1. (για ζώα) εκδηλώνω, προδίδω με την έκφραση
2. βάζω σημάδι δίπλα σε κάποιο άλλο, κοντά στην υπάρχουσα σφραγίδα βάζω άλλη, επισφραγίζω
3. βάζω την σφραγίδα μου, σφραγίζω
4. σημειώνω, σφραγίζω πάνω σε κάτι
5. σημειώνω στο περιθώριο
6. παρατηρώ, συμπεραίνω
7. σημειώνω με φθογγόσημα, γράφω νότες
8. (κατά τον Ησύχ.) «παρασημαίνει
παραδηλοῑ».