διαφερόντως
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
English (LSJ)
Adv. pres. part. Act. of διαφέρω,
A differently from, διαφερόντως ἤ .., Lys.31.20, Pl.R.538b, Phd.85b.
2 c. gen., διαφερόντως τῶν ἄλλων above all others, Id.Cri.52b; πάντων διαφερόντως προθυμότατος Th.8.68.
II abs., differently, in different ways or in different degrees, Arist.EN1098a29, Pol. 1260a11, Hierocl. in CA7p.430M.
2 especially, pre-eminently, Th.1.38, etc.; διαφερόντως ἧττον πολύ Pl.Lg.862d.
Spanish (DGE)
adv.
I 1de diferente manera καὶ γὰρ τέκτων καὶ γεωμέτρης διαφερόντως ἐπιζητοῦσι τὴν ὀρθήν pues también el carpintero y el geómetra buscan el ángulo recto de diferente manera Arist.EN 1098a29, πᾶσιν ἐνυπάρχει μὲν τὰ μόρια τῆς ψυχῆς, ἀλλ' ἐνυπάρχει διαφερόντως Arist.Pol.1260a11, τὸν δὲ ἀγαθὸν (ἄνθρωπον) διαφερόντως ἀσπάζεται Hierocl.in CA 7.11.
2 seguido de ἤ de forma diferente ... que τέρπονται ἐκείνην τὴν ἡμέραν διαφερόντως ἢ ἐν τῷ ἔμπροσθεν χρόνῳ Pl.Phd.85b, cf. R.538b, ὑμᾶς διαφερόντως δεῖ γιγνώσκειν περὶ αὐτοῦ ἢ <οἱ> οἰκεῖοι γιγνώσκουσι Lys.31.20, οὐδὲν διαφερόντως ... ἀποκρίνῃ μοι ἤ ... X.Mem.3.8.5, διαφερόντως ἥδεσθαι τοὺς πλουσίους ἢ τοὺς πένητας D.L.2.94
•reforzando un compar. mucho, con mucho, con mucha diferencia διαφερόντως τι ... μᾶλλον ἑτέρου ἄξιος θαυμάσαι de alguna manera mucho más digno de admirar que otro Th.1.138, ἢ μηδέποτε ... ἢ διαφερόντως ἧττον πολύ o nunca más ... o mucho menos a menudo Pl.Lg.862d, μηδὲν διαφερόντως μηδὲ ἧττον ni más ni menos Pl.Lg.780a, ἐβούλετό με καὶ φίλον ἡγεῖσθαι διαφερόντως μᾶλλον ἢ' κεῖνον quería que yo lo considerase mucho más amigo que a aquél Pl.Ep.330a.
3 de manera contraria c. dat. τῇ νεαρᾷ διατάξει POxy.136.38 (VI d.C.).
II enfát.
1 especialmente, de manera excepcional, sobre todo διαφερόντως τι ἀδικούμενοι Th.1.38, cf. Luc.Phal.1.10, διαφερόντως γὰρ δὴ καὶ τόδε ἔχομεν Th.2.40, διαφερόντως ἐπαινεῖν Isoc.15.112, οὐδὲν διαφερόντως Isoc.6.24, πρᾷον αὖ εἶναι διαφερόντως Pl.Tht.144a, cf. Thphr.HP 4.8.14, 8.2.8, φύσιν ... τῆς ψυχῆς ... φιλόσοφον δεῖν εἶναι διαφερόντως Pl.Ti.18a, πάντα εὐνομωτάτη (πόλις) διαφερόντως Pl.Ti.23c, διαφερόντως ἀγαπῶ ὅτι ... Aeschin.2.5, ταῦτ' ἤδη διαφερόντως ἄξιόν ἐστιν ἀκοῦσαι Aeschin.3.79, ἐνταῦθα δὲ διαφερόντως Str.3.2.7, διαφερόντως δὲ χαίρων I.AI 1.8, cf. 10.158, 12.83, 20.199, τὴν Ἀσπασίαν ... ἔστερξε διαφερόντως Plu.Per.24, φιλαδέλφους καὶ φιλομήτορας διαφερόντως ἄνδρας de Cleobis y Bitón, Plu.Sol.27, πανηγύρεις ... ἐπιτελοῦνται, διαφερόντως δὲ ἐν [τῇ] ἡμετέρᾳ πόλει se celebran juegos, especialmente en nuestra ciudad, IEphesos 24B.21 (II d.C.), διαφερόντως ἐπὶ τῶν ... διακονισσῶν especialmente en lo que compete a las diaconisas Iust.Nou.6.6, cf. Cod.Iust.1.2.24 proem.
2 c. gen. por encima de μηδὲν διαφερόντως τῶν ἄλλων ... τετιμῆσθαι Th.3.39, παρέσχε ... ὁ Φρύνιχος ἑαυτὸν πάντων διαφερόντως προθυμότατον ἐς τὴν ὀλιγαρχίαν Th.8.68, εἷς ... διαφερόντως ... τῶν ἄλλων ἀνθρώπων Pl.Prt.328b, cf. Cri.52b, Isoc.12.138, πολὺ δὲ τῶν ἄλλων διαφερόντως Φιλοκράτης καὶ Δημοσθένης Aeschin.3.80, προσηγόρευον ... ἤπειρον διαφερόντως αὐτὴν (τὴν Ἀσίαν) τῶν τριῶν Aristid.Or.21.7
•tb. c. ὑπέρ y ac. παιδείαν ... ἣν ὑπὲρ ἅπαντας ὅσοις ἐγὼ ἐνέτυχον πεπαίδευσαι Phryn.proem.p.60.
German (Pape)
[Seite 610] verschieden, auf andere Weise als –; διαφερόντως ἢ ἐν τῷ ἔμπροσθεν χρόνῳ Plat. Phaed. 85 b; διαφερόντως ἔχει ἤ Rep. V, 455 c; vgl. Xen. Mem. 3, 8, 5; auf eine ganz ausgezeichnete Weise, vorzüglich; διαφερόντως ἀδικούμενοι Thuc. 1, 38; besonders, am häufigsten vor adject.; διαφερόντως εὐδαίμων Plat. Rep. IV 420 b; διαφερόντως ἧττον, weit weniger, Lgg. IX, 862 c, u. öfter; διαφερόντως σώφρων Arist. Nic. 10, 2, 1; – διαφερόντως τῶν ἄλλων, vor allen Übrigen, z. B. ἀρέσκει Plat. Crit. 53 a.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 différemment, autrement : διαφερόντως ἤ = autrement que, différemment de;
2 à un degré différent ; abs. avant tout, surtout, particulièrement.
Étym. part. prés. de διαφέρω.
Russian (Dvoretsky)
διαφερόντως:
1 иначе, по-иному (διαφερόντως ἢ ἐν τῷ πρόσθεν χρόνῳ Plat.);
2 выше, больше (τῶν ἄλλων Ἀθηναίων ἁπάντων Plat.);
3 в высшей степени, чрезвычайно (ἀδικεῖσθαι Thuc.; τιμᾶσθαι Arst.; διαφερόντως φιλότεκνος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διαφερόντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. ἐνεστῶτος τοῦ διαφέρω, διαφόρως ἀπό…, ἀσυμφώνως πρὸς…, διαφερόντως ἢ…, Λυσ. 188. 35, Πλάτ. Πολ. 538Β, Φαίδωνι 85Β. 2) μετὰ γεν., διαφερόντως τῶν ἄλλων, ὑπὲρ τοὺς ἄλλους, ὁ αὐτ. Κρίτωνι 52Β, κτλ. ΙΙ. ἀπολ., διαφόρως, κατὰ διαφόρους τρόπους καὶ βαθμούς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 19, Πολ. 1. 13, 7, κτλ. 2) ἰδίως, ἐξόχως, πρὸ πάντων, ὑπερβολικῶς, Θουκ. 1. 38, κτλ.· διαφερόντως ἦττον Πλάτ. Νόμ. 862D.
Greek Monotonic
διαφερόντως: επίρρ. μτχ. Ενεργ. ενεστ. του διαφέρω,·
I. διαφορετικά από, σε διαφωνία με, διαφερόντως ἤ..., σε Πλάτ.· με γεν., διαφερόντως τῶν ἄλλων, πάνω από όλους τους άλλους, στον ίδ.
II. απόλ., κατεξοχήν, ειδικά, προ πάντων, σε Θουκ. κ.λπ.
Middle Liddell
adverb part. pres. act. of διαφέρω,]
I. differently from, at odds with, διαφερόντως ἤ…, Plat.; c. gen., διαφερόντως τῶν ἄλλων above all others, Plat.
II. absol. eminently, especially, Thuc., etc.
English (Woodhouse)
differently, especially, exceedingly, extremely, importantly, in an important degree, preeminently